Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

βροτο-κτόνος

См. также в других словарях:

  • θυμοκτόνος — θυμοκτόνος, ον (Α) αυτός που σκοτώνει την ψυχή, αυτός που φθείρει την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. βροτο κτόνος, θηρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • ιποκτόνος — ἰποκτόνος ον (Α) (επίθ. τού Ηρακλή στις Ερυθρές) αυτός που φονεύει τα σκουλήκια τα οποία καταστρέφουν τα αμπέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴψ, ἰπός σαράκι» + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. βροτο κτόνος, οφιο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • κορεοκτόνος — ο αυτός που σκοτώνει τους κοριούς («κορεοκτόνο φάρμακο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κορέος + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. βροτο κτόνος, εντομο κτόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο περιοδικό Φοίβος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»