Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βροδοδάκτυλος

См. также в других словарях:

  • βροδοδάκτυλος — βροδοδάκτυλος, ον (Α) (αιολ. τ.) ροδοδάκτυλος …   Dictionary of Greek

  • βροδοδάκτυλος — rosy fingered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ροδοδάκτυλος — η, ο / ῥοδοδάκτυλος, ον, ΝΜΑ και ροδοδάχτυλος, Ν, και αιολ. τ. βροδοδάκτυλος, Α (συν. ως επίθ. τής Ηούς, τής αυγής) αυτή που έχει ρόδινα δάχτυλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον / βρόδον + δαχτυλος / δάκτυλος (< δάκτυλον), πρβλ. σιδηρο δάκτυλος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»