-
1 βροδοδάκτυλος
βροδοδάκτυλοςrosy-fingered: masc /fem nom sg -
2 βροδοδάκτυλος
βροδοδάκτυλος, ον,A = ῥοδο-, rosy-fingered, μήνα (leg. σελάννα) Sapph.Supp.25.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βροδοδάκτυλος
-
3 ῥοδοδάκτυλος
A rosy-fingered, as epith. of Ἠώς in Hom. and Hes., Od.2.1, Hes.Op. 610, etc.;Ἰνάχου ῥοδοδάκτυλος κόρα B.18.18
;Κύπρις Coluth.99
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥοδοδάκτυλος
См. также в других словарях:
βροδοδάκτυλος — βροδοδάκτυλος, ον (Α) (αιολ. τ.) ροδοδάκτυλος … Dictionary of Greek
βροδοδάκτυλος — rosy fingered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ροδοδάκτυλος — η, ο / ῥοδοδάκτυλος, ον, ΝΜΑ και ροδοδάχτυλος, Ν, και αιολ. τ. βροδοδάκτυλος, Α (συν. ως επίθ. τής Ηούς, τής αυγής) αυτή που έχει ρόδινα δάχτυλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον / βρόδον + δαχτυλος / δάκτυλος (< δάκτυλον), πρβλ. σιδηρο δάκτυλος] … Dictionary of Greek