-
1 βριμώδες
-
2 βριμῶδες
См. также в других словарях:
βριμῶδες — βριμώδης grim masc/fem voc sg βριμώδης grim neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 βριμώδες
2 βριμῶδες
βριμῶδες — βριμώδης grim masc/fem voc sg βριμώδης grim neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)