-
1 βρεφοκομείσθαι
-
2 βρεφοκομεῖσθαι
См. также в других словарях:
βρεφοκομεῖσθαι — βρεφοκομέω nurse children pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 βρεφοκομείσθαι
2 βρεφοκομεῖσθαι
βρεφοκομεῖσθαι — βρεφοκομέω nurse children pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)