Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

βρεφική

  • 1 βρεφικός

    η, ό[ν] детский, младенческий;

    βρεφική ηλικία — раннее детство, младенчество;

    βρεφικ σταθμός — детские ясли

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βρεφικός

  • 2 ηλικία

    η
    1) возраст;

    εφηβική ( — или νεανική) ηλικία — юность, пора юности, юношеский возраст;

    βρεφική ηλικία — младенчество, младенческий возраст;

    ανδρική ηλικία — возмужалость;

    νόμιμη ηλικία — совершеннолетие;

    ώριμος (προχωρημένη) ηλικία — зрелый (преклонный) возраст;

    γεροντική ηλικία — старческий возраст, старость;

    ηλικία στρατεύσεως — призывной возраст;

    νέος στην ηλικία — молодой (о человеке); — брю ηλικίας — возрастной ценз;

    φτάνω σε ηλικία — становиться взрослым;

    πέρασα την ηλικία αυτή... — я уже вы- шел из того возраста, когда...;

    απ' την παιδική ηλικία — или εκ παιδικής ηλικίας — с детства;

    σε ηλικία πενήντα ετών — в возрасте пятидесяти лет;

    τί ηλικία έχει; — или τί ηλικίας είναι; — сколько ему лет?;

    2) воен, призывной возраст;

    καλώ υπό τα όπλα πέντε ηλικίες — призвать в армию пять призывных возрастов;

    3) стаж;

    έχω μεγάλη κομματική ηλικία — иметь большой партийный стаж;

    4) метрическая запись (о рождении), дата рождения;
    5) время со дня основания, сооружения, «возраст» (здания, города и т. п.);

    η ηλικία τού Παρθενώνος — время постройки Парфенона;

    § έχω την ηλικία μου — я уже не молод

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ηλικία

См. также в других словарях:

  • βρεφικῇ — βρεφικός infantile fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρεφική — βρεφικός infantile fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρέφος — το (AM βρέφος) νεογέννητο παιδί, από τη γέννηση του μέχρι τον 25ομήνα μσν. νεοελλ. φρ. «τὸ Θεῑον Βρέφος» ο Χριστός στην εικόνα της Γέννησης ή όποτε εικονίζεται σε βρεφική ηλικία νεοελλ. άνθρωπος άπειρος, αθώος σαν βρέφος αρχ. 1. το έμβρυο 2.… …   Dictionary of Greek

  • θνησιμότητα — Η αναλογία θανάτων σε έναν πληθυσμό σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Συνήθως η θ. υπολογίζεται με βάση τον αριθμό των θανάτων ανά 1.000 κατοίκους στη διάρκεια ενός έτους. Η θ. μεταβάλλεται στον χώρο και στον χρόνο και εξαρτάται από πολλούς… …   Dictionary of Greek

  • κωφαλαλία — Ταυτόχρονη έλλειψη της ακοής και της φωνής. Ανάλογα με τα αίτια που την έχουν προκαλέσει, η κ. διακρίνεται σε συγγενή, βρεφική και επίκτητη. Οι δύο πρώτες έχουν σχέση με βλάβη της ακοής. Η βλάβη αυτή εμποδίζει την ικανότητα αντίληψης των ήχων και …   Dictionary of Greek

  • Ουζμπεκιστάν — (διεθν. Uzbekistan) Ουζμπεκιστάν Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Ν με το Τουρκμενιστάν και με το Αφγανιστάν, Β με το Καζακστάν, Α με την Κιργισία, ΝΑ με το Τατζικιστάν.Η χώρα διαιρείται διοικητικά σε 12 επαρχίες, σε μία αυτόνομη δημοκρατία… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • έτι — ἔτι (Α) επίρρ. I. (χρονικό) 1. ακόμη, έως τώρα (α. «ἔτ ἐκ βρέφεος» από τη βρεφική ακόμη ηλικία β. «ἔτι μοι μένος ἔμπεδόν ἐστι», Ομ. Ιλ.) 2. (με το καὶ ή το ἠδέ ή το δὲ) ακόμη και τώρα («νῡν δ ἔτι ζεῑ», Αισχύλ.) 3. ήδη («καὶ εἶναι καὶ γεγονέναι… …   Dictionary of Greek

  • ανιμισμός — Θεωρία που αποδίδει όλα τα φυσικά φαινόμενα σε μια πνευματική δύναμη ή ψυχή (από το λατινικό anima)ξεχωριστή από την ύλη. Στη βιολογία και στην ψυχολογία, o α. βασίζεται στην πεποίθηση ότι η ψυχή είναι άυλο στοιχείο, που συνεργάζεται με το σώμα… …   Dictionary of Greek

  • αφροδισία — Η γενετήσια ορμή, το γενετήσιο ένστικτο, ο σεξουαλισμός. Η α. εκδηλώνεται τόσο ως ψυχική όσο και ως αισθησιακή ενστικτώδης έλξη για το άλλο φύλο και περιλαμβάνει τις καταστάσεις της επιθυμίας και της απόλαυσης. Η α. εμφανίζεται σε λανθάνουσα… …   Dictionary of Greek

  • αύξηση — Κάθε λογής μεγάλωμα, η οποιαδήποτε ανάπτυξη. Στη βιολογία, α. ονομάζεται η διαδικασία σύνθεσης, με την οποία οι διάφορες βασικές ουσίες που απορροφούνται από το έντερο (αζωτούχοι ουσίες, λίπη, υδατάνθρακες, άλατα και νερό) μετατρέπονται σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»