-
1 βραχύτομος
βρᾰχῠ-τομος, ον,A cut short, clipped, Thphr.CP3.2.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βραχύτομος
-
2 βραχυτόμους
βραχύτομοςcut short: masc /fem acc pl -
3 μακρότομος
μακρό-τομος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μακρότομος
См. также в других словарях:
βραχυτόμους — βραχύτομος cut short masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)