-
1 βραχυχρονιος
См. также в других словарях:
ημιχρόνιο — το (γυμναστ.) διάλειμμα λίγων λεπτών (για ανάπαυση) στο μέσο περίπου τού διαστήματος κατά το οποίο γίνονται οι γυμναστικές ασκήσεις, αλλ. μεσόχρονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημιχρόνιο (ενν. διάστημα) ουσιαστικοποιημένο επίθ. σχηματισμένο κατά το βραχυ… … Dictionary of Greek
πολυχρόνιος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ιερέας που καταγόταν από τη Γαμφανήτιδα της Μικράς Ασίας. Τον δολοφόνησαν οι Αρειανοί. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Οκτωβρίου. 2. Μαθητής του αγίου Ζεβινά, μαζί με τους Δαμανό και Μωυσή. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek