Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

βραχυ-σκελής

См. также в других словарях:

  • ευσκελής — εὐσκελής, ές (ΑΜ) ευκίνητος, δραστήριος. επίρρ... εὐσκελῶς (Μ) δυνατά, ρωμαλέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ σκελής, ισο σκελής] …   Dictionary of Greek

  • ισοσκελής — ές (ΑΜ ἰσοσκελής, ές) αυτός που έχει ίσα τα δύο του σκέλη, τα δύο αντίστοιχα μέρη του («ισοσκελές τρίγωνο» το τρίγωνο που έχει τις δύο πλευρές ίσες) 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσοσκελές η ιδιότητα τού ισοσκελούς νεοελλ. φρ. «ἱσοσκελής προϋπολογισμός»… …   Dictionary of Greek

  • κακοσκελής — κακοσκελής, ές (Α) αυτός που έχει αδύνατα και άσχημα πόδια («κακοσκελὴς ἵππος», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ σκελής, ταχυ σκελής] …   Dictionary of Greek

  • λεπτοσκελής — λεπτοσκελής, ές (Α) αυτός που έχει λεπτά, ισχνά σκέλη («πολύποδες μᾱλλον καὶ λεπτοσκελέστεραι τῶν χερσαίων», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ σκελής, ισο σκελής] …   Dictionary of Greek

  • σαπροσκελής — ές, Μ αυτός που έχει σαπρά, σάπια σκέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός + σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ σκελής, κακο σκελής] …   Dictionary of Greek

  • φοινικοσκελής — ές, Α αυτός που έχει κόκκινα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ σκελής, κακο σκελής] …   Dictionary of Greek

  • χαλκοσκελής — ές, Α αυτός που έχει χάλκινα σκέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ σκελής, φοινικο σκελής] …   Dictionary of Greek

  • παχυσκελής — ές, Α αυτός που έχει παχιά, χοντρά σκέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ σκελής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»