-
1 βραχυγνωμων
2, gen. ονος обладающий небольшим разумом
См. также в других словарях:
βραχυγνώμων — βραχυγνώμων, ο (Α) ο περιορισμένης αντιλήψεως και συνεκδοχικά αυτός που δεν καταλαβαίνει και πολύ, ο λιγόμυαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + γνώμη] … Dictionary of Greek
βραχυγνώμων — of small understanding masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυγνωμονέστερα — βραχυγνώμων of small understanding adverbial comp βραχυγνώμων of small understanding neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου … Dictionary of Greek