Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

βραχυγνώμων

См. также в других словарях:

  • βραχυγνώμων — βραχυγνώμων, ο (Α) ο περιορισμένης αντιλήψεως και συνεκδοχικά αυτός που δεν καταλαβαίνει και πολύ, ο λιγόμυαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + γνώμη] …   Dictionary of Greek

  • βραχυγνώμων — of small understanding masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυγνωμονέστερα — βραχυγνώμων of small understanding adverbial comp βραχυγνώμων of small understanding neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»