-
1 βραυκανάσθαι
-
2 βραυκανᾶσθαι
-
3 βραυκανᾶσθαι
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βραυκανᾶσθαι
См. также в других словарях:
βραυκανᾶσθαι — βραυκανάομαι cry pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)