-
1 βραστός
-
2 βραστός
[врасгос] εκ. кипяченный, вареный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βραστός
-
3 βραστός
[врасгос] επ кипяченный, вареный. -
4 kaynar
βραστός, καυτός, ζεματιστός -
5 варёный
-
6 кипячёный
-
7 вареный
вареныйприл βραστός, βρασμένος. -
8 кипяченый
кипяч||еныйприл βραστός:\кипяченыйе-ная вода τό βρασμένο (или βραστό) νερό. -
9 отварной
отварн||ойприл βραστός, βρασμένος:\отварнойая говядина τό βραστό βωδινό. -
10 варёный
[βαριόνυϊ] επ. βραστός -
11 отварной
[ατβαρνόϊ] εκ. βραστός -
12 варёный
[βαριόνυϊ] επ βραστός -
13 отварной
[ατβαρνόϊ] επ βραστός -
14 бульонный
επ.βραστός, του βραστού•-ое мясо βραστό κρέας.
-
15 варёный
επ.βραστός•-ое мясо βραστό κρέας•
-ая рыба βραστό ψάρι.
-
16 взвар
-а (-у) α.(διαλκ.) βραστός ζωμός (φρούτων, φύλλων, χόρτων κλπ.).κομπόστα. -
17 отвар
-а α.ζωμός (βραστός)•мясной отвар ο ζωμός κρέατος•
рисовый отвар ζωμός ριζιού.
|| αφέψημα•пить отвар ромишки πίνω χαμόμηλο.
-
18 отварной
επ.βρασμένος• βραστός•-ое мисо βρασμένο κρέας•
-ая водэ. βρασμένο νερό.
См. также в других словарях:
βραστός — ή, ό (Μ βραστός, ή, όν) [βράζω] 1. αυτός που έχει βράσει μέσα σε νερό, βρασμένος 2. (για μέταλλο) πυρακτωμένος, λειωμένος νεοελλ. Ι. 1. πολύ θερμός, ζεματιστός 2. (για οίνο) εκείνος που έχει υποστεί ζύμωση II. το ουδ. ως ουσ. βραστό, το 1. κρέας… … Dictionary of Greek
βραστός — ή, ό 1. ο βρασμένος, αυτός που έχει βραστεί: Σήμερα έχουμε κρέας βραστό. 2. ο καυτός, ο ζεματιστός: Ήπια βραστό το τσάι και έκαψα τη γλώσσα μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άβραστος — η, ο [βραστός] 1. αυτός που δεν έχει βραστεί, ωμός 2. αυτός που δεν έχει βράσει αρκετά, μισοβρασμένος 3. (για τον μούστο) αυτός που δεν έχει υποστεί ζύμωση … Dictionary of Greek
ακρόβραστον — ἀκρόβραστον, το (Μ) φαγητό λίγο βρασμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + βραστός] … Dictionary of Greek
ανάβραστος — (I) η, ο, άβραστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * στερ. + βραστός < βράζω]. (II) ἀνάβραστος, ον (Α) [ἀναβράσσω] βρασμένος, καλοβρασμένος … Dictionary of Greek
βράσσω — και βράττω (Α) 1. (για περιπτώσεις ναυαγίων) εκβράζω, ρίχνω στην ακτή 2. λιχνίζω 3. βράζω 4. φρ. «βράσσομαι ὑπό γέλωτος» χτυπιέμαι στα γέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βράσσω και το (παράλληλο μτγν.) βράζω είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συσχετίζονται με τα λεττ.… … Dictionary of Greek
βράστη — η (Μ βράστη) [βραστός] 1. θερμότητα, ζέστη 2. η ακμή, το οξύτερο σημείο μιας κατάστασης 3. πυρετός … Dictionary of Greek
βραστάρι — το [βραστός] 1. αφέψημα (χαμομηλιού, φασκόμηλου κ.λπ.) που πίνεται ζεστό, συνήθως ως θερμαντικό για κρυολόγημα 2. ζεστό κρασί … Dictionary of Greek
βραστερός — ή, ό [βραστός] 1. (για όσπρια) αυτός που βράζει εύκολα, γρήγορα 2. (για ψωμί) ζεστός ακόμη από τον φούρνο … Dictionary of Greek
εκζεστός — ἐκζεστός, ή, όν (AM) βραστός αρχ. (για αβγά) ο βρασμένος ώστε να γίνει σφιχτός … Dictionary of Greek
εψαλέος — ἑψαλέος, η, ον (Α) 1. βραστός, βρασμένος 2. κατάλληλος για βράσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἑψ τού ἕψω + κατάλ. αλεος* (πρβλ. διψ αλέος, θαρρ αλέος)] … Dictionary of Greek