Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

βραζιλιανός

См. также в других словарях:

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Αμάντο, Χόρχε — (Jorge Amado, Ιλιέους, επαρχία Μπάια 1912 – 2001). Βραζιλιάνος μυθιστοριογράφος. Στα πρώτα του έργα (Κακάο, 1933 και Ιδρώτας, 1934)περιγράφονται οι κοινωνικοί αγώνες και οι πολιτικές διεκδικήσεις των εργατών της πόλης και της υπαίθρου. Στα… …   Dictionary of Greek

  • Κοέλιο, Πάουλο — (Paulo Coelho, Ρίο ντε Τζανέιρο 1947 –). Βραζιλιάνος λογοτέχνης. Ανακάλυψε το ενδιαφέρον του για τη λογοτεχνία σε πολύ μικρή ηλικία, μόλις 7 ετών, οπότε και κέρδισε το πρώτο βραβείο σε έναν σχολικό διαγωνισμό ποίησης. Μολονότι υπέστη ισχυρές… …   Dictionary of Greek

  • Ματσάδο ντε Ασίς, Χοακίμ Μαρία — (Joaquim Maria Machado De Assis, Ρίο ντε Τζανέιρο 1839 – 1908). Βραζιλιανός πεζογράφος, ποιητής, κριτικός και θεατρικός συγγραφέας. Θεωρείται ο σημαντικότερος Βραζιλιανός συγγραφέας του 19ου αι. και ένας από τους μεγαλύτερους πεζογράφους της… …   Dictionary of Greek

  • Παρτινάρι, Κόντιντο — (Portinari, Μπροντόσκι, Σάο Πάουλο 1903 – Ρίο ντε Tζανέιρο 1962). Βραζιλιανός ζωγράφος και κεραμίστας, ένας από τους μεγαλύτερους εκπρόσωπους της βραζιλιανής τέχνης του 20ού αι. Σπούδασε στο Ρίο ντε Tζανέιρο (1918 – 1920), στη Μεγάλη Βρετανία,… …   Dictionary of Greek

  • Greek Brazilian — Infobox Ethnic group group=flagicon|Greece Greek Brazilian flagicon|Brazil Greco Brasileiro · Έλληνας Βραζιλιανός caption = Notable Greek Brazilians: Silvio Santos • Constantine Andreou poptime=100,000 Greek Brazilians [… …   Wikipedia

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

  • αερόπλοιο — Αεροσκάφος το οποίο αποτελείται από ένα αερόστατο εφοδιασμένο με κινητήρες προώθησης και με όργανα ευστάθειας που του επιτρέπουν να κινείται σε καθορισμένη διεύθυνση και ύψος. Αποκαλείται επίσης και πηδαλιουχούμενο αερόστατο. Τα α., που η χρήση… …   Dictionary of Greek

  • αμερικανικός — και αμερικάνικος, η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αμερική ή προέρχεται από αυτή. [ΕΤΥΜΟΛ. αμερικανικός < Αμερικανός ο τ. αμερικάνικος < Αμερικάνος (πρβλ. βραζιλιάνικος < Βραζιλιάνος κ. τ. ό] …   Dictionary of Greek

  • θεραπεία — Σύνολο μέτρων ικανών να προλάβουν την εκδήλωση ή να καταπολεμήσουν με επιτυχία μία παθολογική κατάσταση και τα συμπτώματά της· θεραπευτική αντίστοιχα καλείται ο κλάδος της ιατρικής που μελετά και υποδεικνύει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη θ …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»