Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

βραδύπους

См. также в других словарях:

  • βραδύπους — slow of foot masc/fem nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδύπους — ο (Α βραδύπους, ουν) νεοελλ. Θηλαστικό της Νότιας Αμερικής αρχ. αυτός που βαδίζει αργά …   Dictionary of Greek

  • βραδύπουν — βραδύπους slow of foot masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς. Α΄ συνθετικό αρκετών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την αργή, βραδεία κίνηση. Πρβλ. βραδυκίνητος, βραδυπλοώ αρχ. βραδυβάμων, βραδύπους, βραδυσκελής νεοελλ. βραδύπλους 2. Αυτό που γίνεται ή …   Dictionary of Greek

  • βραδυσκελής — βραδυσκελής, ές (Α) ο βραδύπους …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • χειρόμυς — υος, ο, Ν ζωολ. παλαιότερη ονομασία τού θηλαστικού βραδύπους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. cheiromys < χειρ(ο) * + μῦς «ποντίκι»] …   Dictionary of Greek

  • αναρριχητές — Το σύνολο των ζώων που έχει προσαρμοστεί στη δενδρόβια διαβίωση αναπτύσσοντας λειτουργικές διαφοροποιήσεις κατάλληλες για την αναρρίχηση. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν πολλά είδη ζώων, άλλα από τα οποία βασίζονται στα ισχυρά νύχια τους, άλλα στην… …   Dictionary of Greek

  • βραδύποδες — Οικογένεια νωδών (δηλαδή χωρίς δόντια) θηλαστικών. Αποτελείται από δύο μόνο γένη που περιλαμβάνουν διάφορα είδη, τα οποία έχουν κοινά χαρακτηριστικά: εξαιρετική βραδύτητα στις κινήσεις και απουσία κοπτήρων και κυνοδόντων. Στο πρώτο γένος ανήκει ο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»