Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

βραδύνοια

См. также в других словарях:

  • βραδύνοια — slowness of understanding fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδύνοια — η (Α βραδύνοια) [βραδύνους] διανοητική καθυστέρηση, δυσκολία στην κατανόηση ή εκμάθηση …   Dictionary of Greek

  • βραδύνοιαν — βραδύνοια slowness of understanding fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναισθησία — Κατάργησητης αισθητικότητας και συνεπώς του πόνου. Η ανθρωπότητα άρχισε τον δύσκολο αγώνα εναντίον του σωματικού πόνου εδώ και χιλιάδες χρόνια, από τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν εκχυλίσματα βοτάνων και δρόγες που έφερναν ύπνο… …   Dictionary of Greek

  • βραδύνους — ουν (Α βραδύνους, ουν) αυτός που πάσχει από βραδύνοια …   Dictionary of Greek

  • βραδύτητα — η (Μ βραδύτης, Α βραδυτής, ῆτος) αργοπορία στην εκτέλεση μιας πράξης αρχ. βραδύνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς. Ο τονισμός στη λήγουσα του αρχ. βραδυτής ( ήτος) (πρβλ. ταχυτής, τραχυτής) οφείλεται σε αρχαϊσμό της αττ. διαλέκτου, επειδή αποφεύγεται ο… …   Dictionary of Greek

  • μυωπία — (Ιατρ.). Διαθλαστική ανωμαλία του ματιού, κατά την οποία οι ακτίνες του προσπίπτοντος φωτός δεν συγκεντρώνονται, όπως είναι το φυσιολογικό, πάνω στον αμφιβληστροειδή, αλλά σ’ ένα σημείο που βρίσκεται πιο μπροστά. Το μάτι του μύωπα, εξαιτίας της… …   Dictionary of Greek

  • παχύνοια — η [παχύνους] η ιδιότητα τού παχύ νου, νωθρότητα πνεύματος ή αντίληψης, βραδύνοια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»