-
1 βραδυνοια
-
2 βραδύνοια
βραδύνοιαslowness of understanding: fem nom /voc sg -
3 βραδύνοια
η тупоумие -
4 βραδύνοια
βρᾰδῠ-νοια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βραδύνοια
-
5 βραδύνοια
-
6 βραδύνοιαν
βραδύνοιαslowness of understanding: fem acc sg -
7 недогадливость
недога́длив||остьж ἡ ἐλλειψη ἀντίλη· ψης, ἡ βραδύνοια, ἡ χοντροκεφαλιά. -
8 несообразительность
несообразительностьж ἡ χοντρομυα-λιά, ἡ βραδύνοια, ἡ χοντροκεφαλιά. -
9 тупоумие
тупоу́м||иес ἡ κουταμάρα, ἡ χοντροκε-φαλιά, ἡ βραδύνοια. -
10 βραδύ-
первая часть сложных слов, означ. медлительность, замедленность:βραδύγλωσσος, βραδύνοια -
11 недогадливость
[νινταγκάντλιβαστ'] ουσ. Θ. χοντροκεφαλιά, βραδύνοια -
12 недогадливость
[νινταγκάντλιβαστ'] ουσ θ χοντροκεφαλιά, βραδύνοια -
13 несообразительность
-и θ.βραδύνοια, δύσ-νοια, χοντροκεφαλιά, χοντρομυαλιά. -
14 тупоумие
-я ουδ.αμβλύνοιο;• βαρύνοια•χοντροκεφαλιά, χοντρομυαλιά• βραδύνοια.
См. также в других словарях:
βραδύνοια — slowness of understanding fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδύνοια — η (Α βραδύνοια) [βραδύνους] διανοητική καθυστέρηση, δυσκολία στην κατανόηση ή εκμάθηση … Dictionary of Greek
βραδύνοιαν — βραδύνοια slowness of understanding fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναισθησία — Κατάργησητης αισθητικότητας και συνεπώς του πόνου. Η ανθρωπότητα άρχισε τον δύσκολο αγώνα εναντίον του σωματικού πόνου εδώ και χιλιάδες χρόνια, από τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν εκχυλίσματα βοτάνων και δρόγες που έφερναν ύπνο… … Dictionary of Greek
βραδύνους — ουν (Α βραδύνους, ουν) αυτός που πάσχει από βραδύνοια … Dictionary of Greek
βραδύτητα — η (Μ βραδύτης, Α βραδυτής, ῆτος) αργοπορία στην εκτέλεση μιας πράξης αρχ. βραδύνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς. Ο τονισμός στη λήγουσα του αρχ. βραδυτής ( ήτος) (πρβλ. ταχυτής, τραχυτής) οφείλεται σε αρχαϊσμό της αττ. διαλέκτου, επειδή αποφεύγεται ο… … Dictionary of Greek
μυωπία — (Ιατρ.). Διαθλαστική ανωμαλία του ματιού, κατά την οποία οι ακτίνες του προσπίπτοντος φωτός δεν συγκεντρώνονται, όπως είναι το φυσιολογικό, πάνω στον αμφιβληστροειδή, αλλά σ’ ένα σημείο που βρίσκεται πιο μπροστά. Το μάτι του μύωπα, εξαιτίας της… … Dictionary of Greek
παχύνοια — η [παχύνους] η ιδιότητα τού παχύ νου, νωθρότητα πνεύματος ή αντίληψης, βραδύνοια … Dictionary of Greek