-
1 βραδυγλωσσος
-
2 βραδύγλωσσος
η, ο [ος, ον ] 1. заикающийся;2. (ο) зайка -
3 βραδύ-
первая часть сложных слов, означ. медлительность, замедленность:βραδύγλωσσος, βραδύνοια
См. также в других словарях:
βραδύγλωσσος — slow of tongue masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδύγλωσσος — η, ο (AM βραδύγλωσσος, ον, Α και βραδύγλωττος, αττ. τ.) αυτός που μιλάει με δυσκολία … Dictionary of Greek
βραδύγλωσσος — η, ο αυτός που μιλάει με δυσκολία, ο τραυλός: Ο ρήτορας της αρχαιότητας Δημοσθένης ήταν βραδύγλωσσος και αυτοθεραπεύτηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βραδύγλωσσον — βραδύγλωσσος slow of tongue masc/fem acc sg βραδύγλωσσος slow of tongue neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυγλώσσου — βραδύγλωσσος slow of tongue masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυγλώσσους — βραδύγλωσσος slow of tongue masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδύγλωσσα — βραδύγλωσσος slow of tongue neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδύγλωσσοι — βραδύγλωσσος slow of tongue masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωροβραδύγλωσσος — μωροβραδύγλωσσος, η, ον (Μ) λίγο βραδύγλωσσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρόν) + βραδύγλωσσος] … Dictionary of Greek
βραδύγλωττον — βραδύγλωσσον , βραδύγλωσσος slow of tongue masc/fem acc sg βραδύγλωσσον , βραδύγλωσσος slow of tongue neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
косноязычен — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. (греч. βραδύγλωσσος) говорящий медленно, с трудом, не… … Словарь церковнославянского языка