Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

βραδύγλωσσος

См. также в других словарях:

  • βραδύγλωσσος — slow of tongue masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδύγλωσσος — η, ο (AM βραδύγλωσσος, ον, Α και βραδύγλωττος, αττ. τ.) αυτός που μιλάει με δυσκολία …   Dictionary of Greek

  • βραδύγλωσσος — η, ο αυτός που μιλάει με δυσκολία, ο τραυλός: Ο ρήτορας της αρχαιότητας Δημοσθένης ήταν βραδύγλωσσος και αυτοθεραπεύτηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βραδύγλωσσον — βραδύγλωσσος slow of tongue masc/fem acc sg βραδύγλωσσος slow of tongue neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυγλώσσου — βραδύγλωσσος slow of tongue masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυγλώσσους — βραδύγλωσσος slow of tongue masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδύγλωσσα — βραδύγλωσσος slow of tongue neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδύγλωσσοι — βραδύγλωσσος slow of tongue masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωροβραδύγλωσσος — μωροβραδύγλωσσος, η, ον (Μ) λίγο βραδύγλωσσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρόν) + βραδύγλωσσος] …   Dictionary of Greek

  • βραδύγλωττον — βραδύγλωσσον , βραδύγλωσσος slow of tongue masc/fem acc sg βραδύγλωσσον , βραδύγλωσσος slow of tongue neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • косноязычен — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  прил. (греч. βραδύγλωσσος) говорящий медленно, с трудом, не… …   Словарь церковнославянского языка

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»