Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

βραδύνω

  • 1 медлить

    медлить βραδύνω, αργοπορώ
    * * *
    βραδύνω, αργοπορώ

    Русско-греческий словарь > медлить

  • 2 замедлять

    замедл||ять
    несов ἀργοπορώ, βραδύνω:
    \замедлятьять шаги́ βραδύνω τό βήμα (μου)· \замедлятьять ход ἐλαττώνω (или κόβω) τήν ταχύτητα.

    Русско-новогреческий словарь > замедлять

  • 3 задержать

    -держу
    - держишь ρ.σ.μ.
    1. διακόπτω την πορεία ή την ενέργε ια, σταματώ ανακόπτω, αναχαιτίζω. || μτφ. κρατώ, καθυστερώ•

    я вас не -у δε θα σας καθυστερήσω•

    траур -ал свадьбу το πένθος καθυστέρησε το γάμο.

    || συγκρατώ, βραδύνω, περιορίζω•

    задержать шаги κονταίνω (μικραίνω) τα βήματα•

    задержать дыхание συνγκρατώ την αναπνοή.

    2. καθυστερώ, δε δίνω έγκαιρα.
    3. φυλακίζω προσωρινά• συλλαμβάνω.
    εκφρ.
    задержать взгляд – καρφώνω το βλέμμα.
    1. καθυστερούμαι•

    письмо -лось на почте η επιστολή καθυστέρησε (καθυστερήθηκε) στο ταχυδρομείο.

    || σταματώ για λίγο, βραδύνω. || καθυστερούμαι, φτάνω καθυστερημένα.
    2. καθυστερώ το φτιάξιμο.

    Большой русско-греческий словарь > задержать

  • 4 тянуть

    тяну, тянешь, μτχ. ενστ. тянущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.δ.
    1. τραβώ (προς τον εαυτό μου)•

    тянуть ве-рвку τραβώ την τριχιά•

    тянуть за руку τραβώ από το χέρι.

    2. τεντώνω• απλώνω•

    тянуть руку απλώνω το χέρι•

    тянуть бельевую вервку через двор τεντώνω το σχοινί των ρούχων στην αυλή.

    || κατευθύνομαι, τείνω προς. || τοποθετώ, βάζω•, тянуть трубопровод τοποθετώ σωληνωτό αγωγό. || διαστέλλω•

    тянуть провод τεντώνω το καλώδιο•

    тянуть кожу τεντώνω το δέρμα.

    || κατασκευάζω (σύρμα, σωλήνες, μεταλλικές ίνες).
    3. μ. έλκω•

    пароход -ет баржу το ατμόπλοιο τραβά τη μαούνα•

    трактор -ет сеялку το τραχτέρ τραβάτη σπαρτική μηχανή.

    || κατευθύνομαι, πηγαίνω.
    4. κάνω βαριά δουλειά•

    одни -ут всё, а другие ничего μερικοί τα τραβάνε όλα, και μερικοί δεν κάνουν τίποτε.

    || διατρέφω•

    вдова -ет троих детей η χήρα με δυσκολία διατρέφει τα τρία παιδιά.

    || βοηθώ•

    тянуть слабого ученика βοηθώ τον αδύνατο μαθητή.

    5. παλ. • είμαι φόρου υποτελής, πληρώνω φόρο.
    6. μ. παίρνω•

    тянуть труга в кино παίρνω το φίλο στον κινηματογράφο•

    тянуть братишку купаться παίρνω το αδερφάκι να κολυμπήσει.

    || μτφ. οδηγώ. || ενάγω• καλώ•

    тянуть в суд τραβώ στο δικαστήριο•

    тянуть к ответу καλώ να δόσει λόγο.

    7. προσελκύω•

    меня -ет за город με τραβάει η εξοχή•

    его -ет природа τον τραβάει η φύση.

    8. τείνω, έχω τάση•

    -ет ко сну νυστάζω•

    тянуть к рвоте έχω τάση για εμετώ.

    9. βγάζω•

    тянуть невод τραβώ το αλιευτικό δίχτυ•

    тянуть карту из колоды τραβώ χαρτί από την τράπουλα•

    тянуть жребий τραβώ κλήρο.

    10. αναρροφώ•

    насос -ет воду η αντλία τραβά το νερό.

    || πίνω• ρουφώ•

    тянуть вино τραβώ κρασί.

    || καπνίζω, φουμάρω•

    тянуть папироску τραβώ τσιγάρο.

    11. παίρνω συνεχώς, αποσπώ, απομυζώ•

    тянуть деньги τραβώ χρήματα.

    12. κλέβω. || πετώ•

    журавли -ут в небо οι γερανοί πετούν στον ουρανό.

    || (για καπνοδόχο)• τραβώ• βγάζω (τον καπνό).
    13. (για σκολόπακα) • βατεύω. || (για σμήνος πτηνών)• πετώ.
    14. φυσώ, πνέω•

    с моря -еш лёгкий бриз από τη θάλασσα πνέει ελαφρά αύρα.

    || φέρω, παρασύρω•

    ветер -ет запах сена ο άνεμος φέρει τη μυρουδιά χόρτου.

    || απρόσ. έρχομαι, διαδίδομαι•

    -ет гарью έρχεται μυρουδιά κάψας (τσίκνας)•

    -ет холод от окна έρχεται κρύο από το παράθυρο•

    -ет жаром έρχεται ζέστη.

    15. βραδύνω, καθυστερώ, παρελκύω, τρενάρω•

    тянуть с ответом καθυστερώ την απάντηση.

    || συνεχίζω, εξακολουθώ•

    тянуть борьбу дальше немыслимо η συνέχιση του αγώνα παραπέρα δεν έχει νόημα.

    16. παρατραβώ, παρατείνω, παρελκύω (για φωνή, ομιλία, τραγούδι κ.τ.τ.).
    17. είμαι βαρύς•

    ящик -ет десять килограммов το κιβώτιο, τραβάει (σηκώνει) δέκα κιλά.

    || βαρύνω, κρεμώ, λυγίζω•

    груши -ут ветки вниз τα αχλάδια (με το βάρος τους) λυγίζουν τα κλαδιά•

    18. σφίγγω, πιέζω•

    тяжлый мешок -ет плечи το βαρύ τσουβάλι πιέζει τους ώμους•

    рубашка у меня -ет плечи το πουκάμισο τραβάει στους ώμους.

    εκφρ.
    тянуть время – βραδύνω, καθυστερώ•
    тянуть жилы – κατεξαντλώ, καταπονώ• ξεπατώνω στη δουλειά•
    тянуть чью руку ή сторону – δίνω χέρι βοήθειας• παίρνω το μέρος κάποιου•
    тянуть за душуκ. тянуть душу из кого α) βγάζω την ψυχή κάποιου (βασανίζω, κατατυραννώ), β) ενοχλώ πολύ, πρήζω το συκώτι•
    тянуть за язык кого – υποχρεώνω να μιλήσει, λύνω το γλωσσοδέτη κάποιου•
    кто тебя за язык -ул? – ποιος σε ανάγκασε να μιλήσεις; (για κάτι ανεπίτρεπτο να λεχθεί).
    1. εντείνομαι, τεντώνω, -ομαι•

    резина -ется το λάστιχο τεντώνει•

    кожа -ется το δέρμα τεντώνει.

    || εκτείνομαι•

    за рекой -лись холмы πέρα από το ποτάμι εκτείνονταν λόφοι.

    2. (για σώμα) τεντώνομαι• προ•

    тянуть снулся он и-ется ξύπνησε αυτός και τεντώνεται.

    3. στρέφω, γυρίζω•

    цветок -ется к солнцу το λουλούδι στρέφει προς τον ήλιο.

    4. με τραβάει, με ελκύει•

    тянуть к деревню με τρα• тянутьβάει το χωριό.

    5. έχω, βάζω (για) σκοπό• επιδιώκω να γίνω. || στέκομαι κόκκαλο, κλαρίνο, σούζα (μπροστά στο διοικητή, στον ανώτερο).
    6. σύρομαι, σέρνομαι. || ακολουθώ• έπομαι. || αφήνω (για ίχνη). || πηγαίνω, κινούμαι κατά φάλαγγα, διαδοχικά.
    7. διαδίδομαι• διαρκώ, συνεχίζομαι, εξακολουθώ.
    8. εξασφαλίζω δύσκολα τα προς του ζειν, τα βολεύω δύσκολα.
    9. διατείνομαι, εντείνω τις προσπάθειες, τις δυνάμεις. || βλ. κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > тянуть

  • 5 опоздать

    αργώ, αργοπορώ, καθυστερώ, (επι)βραδύνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > опоздать

  • 6 копаться

    копа||ться
    несов
    1. прям., перен σκαλίζω, ψάχνω:
    \копаться в огороде σκάβω στον κήπο· \копаться в книгах ψάχνω στά βιβλία·
    2. (медлить) разг χασομερώ, βραδύνω:
    не \копатьсяйся! μήν πολυσκαλίζεις!

    Русско-новогреческий словарь > копаться

  • 7 медлить

    медл||ить
    несов βραδύνω, ἀργώ, ἀργοπορώ, χρονίζω:
    \медлить с окончанием работы ἀργῶ νά τελειώσω τήν ἐργασία· не \медлитья ни минуты χωρίς νά χάνω ὁὔτε λεφτό.

    Русско-новогреческий словарь > медлить

  • 8 оттягивать

    оття||гивать
    несов
    1. τραβῶ κατά μέρος, σύρω κατά μέρος (в сторону) / τραβώ πίσω, σύρω πίσω (назад):
    \оттягивать курок σηκώνω τόν πετεινό· \оттягивать войска ἀποσύρω τά στρατεύματα·
    2. (на более поздний срок) ἀναβάλλω, τραινάρω, βραδύνω·
    3. тех. (путем ковки) τραβώ· ◊ \оттягивать время κερδίζω χρόνο.

    Русско-новогреческий словарь > оттягивать

  • 9 промедлить

    промедлить
    сов βραδύνω, καθυστερώ, ἀργοπορώ.

    Русско-новогреческий словарь > промедлить

  • 10 волынить

    ρ.δ. (απλ.) βραδύνω, καθυστερώ, παρελκύω σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > волынить

  • 11 временить

    ρ.δ. παλ. βραδύνω, αργώ.

    Большой русско-греческий словарь > временить

  • 12 годить

    гожу, годишь, ρ.δ. (απλ.) περιμένω• αργώ, βραδύνω.

    Большой русско-греческий словарь > годить

  • 13 дотянуть

    -яну, -янвшь ρ.σ.μ.
    1. σέρνω,σύρω, τραβώ ως. || φτάνω με δυσκολία.
    2. τεντώνω, απλώνω, εκτείνω•

    дотянуть провод до столба απλώνω το καλώδιο ως το στύλο.

    3. τραβώ ως το τέλος.
    4. περνώ τον καιρό. || ζω, διαβιώ ως•

    больной до весны не -ет ο άρρωστος ως την άνοιξη δε θα αντέξει.

    5. βραδύνω, παρατείνω.
    6. περνώ, τα βολεύω.
    1. τεντώνομαι, να φτάσω• φτάνω ως.
    2. εκτείνομαι, επεκτείνομαι.
    3. φτάνω αργά ως (για τόπο). || περνώ αργά ως (για χρόνο).

    Большой русско-греческий словарь > дотянуть

  • 14 закопать

    ρ.σ.μ.
    1. παραχώνω, κρύβω στη γή.
    2. γεμίζω, ισοπεδώνω•

    закопать яму γεμίζω το λάκκο.

    3. αρχίζω να σκάβω.
    1. παραχώνομαι.
    2. (απλ.) καθυστερώ, αργώ, βραδύνω.
    3. αρχίζω να σκάβομαι.

    Большой русско-греческий словарь > закопать

  • 15 запоздать

    ρ.σ. αργώ, αργοπορώ• βραδύνω, καθυστερώ•

    товарищи! -ли! σύντροφο

    αργήσατε!•

    запоздать ответить αργώ να απαντήσω.

    Большой русско-греческий словарь > запоздать

  • 16 запоздниться

    ρ.σ. (διαλκ.) καθυστερώ, αργώ, αργοπορώ, βραδύνω.

    Большой русско-греческий словарь > запоздниться

  • 17 затормозить

    -ожу, -озишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заторможенный, -жен, -жена, -жено
    ρ.σ.μ. κ. αμ.
    1. φρενάρω, τροχοπεδώ.
    2. μτφ. αναστέλλω, ανακόπτω την κίνηση ή την ανάπτυξη.
    3. αρχίζω να φρενάρω,
    φρενάρω. || μτφ. καθυστερώ, βραδύνω•

    работа -лась η δουλειά καθυστέρησε.

    Большой русско-греческий словарь > затормозить

  • 18 канителить

    ρ.δ. νοθρεύω, βραδύνω, αργοδουλεύω• χασομερώ.
    βλ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > канителить

  • 19 копать

    ρ.δ. μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. копанный, βρ:: -пан, -а, -о.
    1. σκάβω•

    копать землю σκάβω τη γή•

    копать огород σκάβω τον κήπο•

    канаву σκάβω χαντάκι.

    2. ξεχώνω, ξεθάβω• εξορύσσω.
    1. ανασκαλίζω, ανασκαλεύω, ψάχνω. || μτφ. ανερευνώ, εξετάζω λεπτομερώς.
    2. ψιλοδουλεύω, ψιλοκοσκινίζω• αργώ, βραδύνω•

    не -айся, кончай работу скорей μην αργείς, τέλειωνε τη δουλειά γρήγορα.

    3. σκάβομαι.

    Большой русско-греческий словарь > копать

  • 20 медлить

    ρ.δ. αργώ, βραδύνω•

    медлить с выполнением обещания αργώ να εκπληρώσω την υπόσχεση.

    || αργοπορώ, καθυστερώ•

    не медля ни минуты χωρίς να καθυστερήσεις ούτε ένα λεπτό.

    Большой русско-греческий словарь > медлить

См. также в других словарях:

  • βραδύνω — βραδύνω, βράδυνα βλ. πίν. 48 Σημειώσεις: βραδύνω : χωρίς παθητική φωνή, κυρίως με την έννοια κινούμαι, ενεργώ αργά. Απαντάται όμως και η έκφραση βραδύνω το βήμα (→ αρχίζω να περπατάω αργά) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βραδυνῶ — βραδύνω make slow fut ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδύνω — βραδύ̱νω , βραδύνω make slow aor subj act 1st sg βραδύ̱νω , βραδύνω make slow pres subj act 1st sg βραδύ̱νω , βραδύνω make slow pres ind act 1st sg βραδύ̱νω , βραδύνω make slow aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδύνω — (AM βραδύνω) [βραδύς] 1. χρονοτριβώ, αργοπορώ 2. καθυστερώ κάποιον αρχ. αναβάλλομαι …   Dictionary of Greek

  • βραδύνω — υνα 1. μτβ., μειώνω την ταχύτητα: Βράδυνα το αυτοκίνητο γιατί πλησίαζα στον προορισμό μου. 2. αμτβ., αργώ, αργοπορώ: Το λεωφορείο σχεδόν πάντα βραδύνει να φτάσει στη στάση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βραδυνεῖ — βραδύνω make slow fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) βραδύνω make slow fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυνούσαις — βραδύνω make slow fut part act fem dat pl (attic epic doric) βραδῡνούσαις , βραδύνω make slow pres part act fem dat pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυνούσης — βραδύνω make slow fut part act fem gen sg (attic epic) βραδῡνούσης , βραδύνω make slow pres part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυνούσῃ — βραδύνω make slow fut part act fem dat sg (attic epic) βραδῡνούσῃ , βραδύνω make slow pres part act fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδῦνον — βραδύνω make slow pres part act masc voc sg βραδύνω make slow pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυνεῖς — βραδύνω make slow fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»