-
1 медлить
-
2 замедлять
замедл||ятьнесов ἀργοπορώ, βραδύνω:\замедлятьять шаги́ βραδύνω τό βήμα (μου)· \замедлятьять ход ἐλαττώνω (или κόβω) τήν ταχύτητα. -
3 задержать
-держу- держишь ρ.σ.μ.1. διακόπτω την πορεία ή την ενέργε ια, σταματώ ανακόπτω, αναχαιτίζω. || μτφ. κρατώ, καθυστερώ•я вас не -у δε θα σας καθυστερήσω•
траур -ал свадьбу το πένθος καθυστέρησε το γάμο.
|| συγκρατώ, βραδύνω, περιορίζω•задержать шаги κονταίνω (μικραίνω) τα βήματα•
задержать дыхание συνγκρατώ την αναπνοή.
2. καθυστερώ, δε δίνω έγκαιρα.3. φυλακίζω προσωρινά• συλλαμβάνω.εκφρ.задержать взгляд – καρφώνω το βλέμμα.1. καθυστερούμαι•письмо -лось на почте η επιστολή καθυστέρησε (καθυστερήθηκε) στο ταχυδρομείο.
|| σταματώ για λίγο, βραδύνω. || καθυστερούμαι, φτάνω καθυστερημένα.2. καθυστερώ το φτιάξιμο. -
4 тянуть
тяну, тянешь, μτχ. ενστ. тянущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тянутый, βρ: -нут, -а, -оρ.δ.1. τραβώ (προς τον εαυτό μου)•тянуть ве-рвку τραβώ την τριχιά•
тянуть за руку τραβώ από το χέρι.
2. τεντώνω• απλώνω•тянуть руку απλώνω το χέρι•
тянуть бельевую вервку через двор τεντώνω το σχοινί των ρούχων στην αυλή.
|| κατευθύνομαι, τείνω προς. || τοποθετώ, βάζω•, тянуть трубопровод τοποθετώ σωληνωτό αγωγό. || διαστέλλω•тянуть провод τεντώνω το καλώδιο•
тянуть кожу τεντώνω το δέρμα.
|| κατασκευάζω (σύρμα, σωλήνες, μεταλλικές ίνες).3. μ. έλκω•пароход -ет баржу το ατμόπλοιο τραβά τη μαούνα•
трактор -ет сеялку το τραχτέρ τραβάτη σπαρτική μηχανή.
|| κατευθύνομαι, πηγαίνω.4. κάνω βαριά δουλειά•одни -ут всё, а другие ничего μερικοί τα τραβάνε όλα, και μερικοί δεν κάνουν τίποτε.
|| διατρέφω•вдова -ет троих детей η χήρα με δυσκολία διατρέφει τα τρία παιδιά.
|| βοηθώ•тянуть слабого ученика βοηθώ τον αδύνατο μαθητή.
5. παλ. • είμαι φόρου υποτελής, πληρώνω φόρο.6. μ. παίρνω•тянуть труга в кино παίρνω το φίλο στον κινηματογράφο•
тянуть братишку купаться παίρνω το αδερφάκι να κολυμπήσει.
|| μτφ. οδηγώ. || ενάγω• καλώ•тянуть в суд τραβώ στο δικαστήριο•
тянуть к ответу καλώ να δόσει λόγο.
7. προσελκύω•меня -ет за город με τραβάει η εξοχή•
его -ет природа τον τραβάει η φύση.
8. τείνω, έχω τάση•-ет ко сну νυστάζω•
тянуть к рвоте έχω τάση για εμετώ.
9. βγάζω•тянуть невод τραβώ το αλιευτικό δίχτυ•
тянуть карту из колоды τραβώ χαρτί από την τράπουλα•
тянуть жребий τραβώ κλήρο.
10. αναρροφώ•насос -ет воду η αντλία τραβά το νερό.
|| πίνω• ρουφώ•тянуть вино τραβώ κρασί.
|| καπνίζω, φουμάρω•тянуть папироску τραβώ τσιγάρο.
11. παίρνω συνεχώς, αποσπώ, απομυζώ•тянуть деньги τραβώ χρήματα.
12. κλέβω. || πετώ•журавли -ут в небо οι γερανοί πετούν στον ουρανό.
|| (για καπνοδόχο)• τραβώ• βγάζω (τον καπνό).13. (για σκολόπακα) • βατεύω. || (για σμήνος πτηνών)• πετώ.14. φυσώ, πνέω•с моря -еш лёгкий бриз από τη θάλασσα πνέει ελαφρά αύρα.
|| φέρω, παρασύρω•ветер -ет запах сена ο άνεμος φέρει τη μυρουδιά χόρτου.
|| απρόσ. έρχομαι, διαδίδομαι•-ет гарью έρχεται μυρουδιά κάψας (τσίκνας)•
-ет холод от окна έρχεται κρύο από το παράθυρο•
-ет жаром έρχεται ζέστη.
15. βραδύνω, καθυστερώ, παρελκύω, τρενάρω•тянуть с ответом καθυστερώ την απάντηση.
|| συνεχίζω, εξακολουθώ•тянуть борьбу дальше немыслимо η συνέχιση του αγώνα παραπέρα δεν έχει νόημα.
16. παρατραβώ, παρατείνω, παρελκύω (για φωνή, ομιλία, τραγούδι κ.τ.τ.).17. είμαι βαρύς•ящик -ет десять килограммов το κιβώτιο, τραβάει (σηκώνει) δέκα κιλά.
|| βαρύνω, κρεμώ, λυγίζω•груши -ут ветки вниз τα αχλάδια (με το βάρος τους) λυγίζουν τα κλαδιά•
18. σφίγγω, πιέζω•тяжлый мешок -ет плечи το βαρύ τσουβάλι πιέζει τους ώμους•
рубашка у меня -ет плечи το πουκάμισο τραβάει στους ώμους.
εκφρ.тянуть время – βραδύνω, καθυστερώ•тянуть жилы – κατεξαντλώ, καταπονώ• ξεπατώνω στη δουλειά•тянуть чью руку ή сторону – δίνω χέρι βοήθειας• παίρνω το μέρος κάποιου•тянуть за душу – κ. тянуть душу из кого α) βγάζω την ψυχή κάποιου (βασανίζω, κατατυραννώ), β) ενοχλώ πολύ, πρήζω το συκώτι•тянуть за язык кого – υποχρεώνω να μιλήσει, λύνω το γλωσσοδέτη κάποιου•кто тебя за язык -ул? – ποιος σε ανάγκασε να μιλήσεις; (για κάτι ανεπίτρεπτο να λεχθεί).1. εντείνομαι, τεντώνω, -ομαι•резина -ется το λάστιχο τεντώνει•
кожа -ется το δέρμα τεντώνει.
|| εκτείνομαι•за рекой -лись холмы πέρα από το ποτάμι εκτείνονταν λόφοι.
2. (για σώμα) τεντώνομαι• προ•тянуть снулся он и-ется ξύπνησε αυτός και τεντώνεται.
3. στρέφω, γυρίζω•цветок -ется к солнцу το λουλούδι στρέφει προς τον ήλιο.
4. με τραβάει, με ελκύει•тянуть к деревню με τρα• тянутьβάει το χωριό.
5. έχω, βάζω (για) σκοπό• επιδιώκω να γίνω. || στέκομαι κόκκαλο, κλαρίνο, σούζα (μπροστά στο διοικητή, στον ανώτερο).6. σύρομαι, σέρνομαι. || ακολουθώ• έπομαι. || αφήνω (για ίχνη). || πηγαίνω, κινούμαι κατά φάλαγγα, διαδοχικά.7. διαδίδομαι• διαρκώ, συνεχίζομαι, εξακολουθώ.8. εξασφαλίζω δύσκολα τα προς του ζειν, τα βολεύω δύσκολα.9. διατείνομαι, εντείνω τις προσπάθειες, τις δυνάμεις. || βλ. κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
5 опоздать
αργώ, αργοπορώ, καθυστερώ, (επι)βραδύνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > опоздать
-
6 копаться
копа||тьсянесов1. прям., перен σκαλίζω, ψάχνω:\копаться в огороде σκάβω στον κήπο· \копаться в книгах ψάχνω στά βιβλία·2. (медлить) разг χασομερώ, βραδύνω:не \копатьсяйся! μήν πολυσκαλίζεις! -
7 медлить
медл||итьнесов βραδύνω, ἀργώ, ἀργοπορώ, χρονίζω:\медлить с окончанием работы ἀργῶ νά τελειώσω τήν ἐργασία· не \медлитья ни минуты χωρίς νά χάνω ὁὔτε λεφτό. -
8 оттягивать
оття||гиватьнесов1. τραβῶ κατά μέρος, σύρω κατά μέρος (в сторону) / τραβώ πίσω, σύρω πίσω (назад):\оттягивать курок σηκώνω τόν πετεινό· \оттягивать войска ἀποσύρω τά στρατεύματα·2. (на более поздний срок) ἀναβάλλω, τραινάρω, βραδύνω·3. тех. (путем ковки) τραβώ· ◊ \оттягивать время κερδίζω χρόνο. -
9 промедлить
промедлитьсов βραδύνω, καθυστερώ, ἀργοπορώ. -
10 волынить
ρ.δ. (απλ.) βραδύνω, καθυστερώ, παρελκύω σκόπιμα. -
11 временить
ρ.δ. παλ. βραδύνω, αργώ. -
12 годить
гожу, годишь, ρ.δ. (απλ.) περιμένω• αργώ, βραδύνω. -
13 дотянуть
-яну, -янвшь ρ.σ.μ.1. σέρνω,σύρω, τραβώ ως. || φτάνω με δυσκολία.2. τεντώνω, απλώνω, εκτείνω•дотянуть провод до столба απλώνω το καλώδιο ως το στύλο.
3. τραβώ ως το τέλος.4. περνώ τον καιρό. || ζω, διαβιώ ως•больной до весны не -ет ο άρρωστος ως την άνοιξη δε θα αντέξει.
5. βραδύνω, παρατείνω.6. περνώ, τα βολεύω.1. τεντώνομαι, να φτάσω• φτάνω ως.2. εκτείνομαι, επεκτείνομαι.3. φτάνω αργά ως (για τόπο). || περνώ αργά ως (για χρόνο). -
14 закопать
ρ.σ.μ.1. παραχώνω, κρύβω στη γή.2. γεμίζω, ισοπεδώνω•закопать яму γεμίζω το λάκκο.
3. αρχίζω να σκάβω.1. παραχώνομαι.2. (απλ.) καθυστερώ, αργώ, βραδύνω.3. αρχίζω να σκάβομαι. -
15 запоздать
ρ.σ. αργώ, αργοπορώ• βραδύνω, καθυστερώ•товарищи! -ли! σύντροφο
αργήσατε!•запоздать ответить αργώ να απαντήσω.
-
16 запоздниться
ρ.σ. (διαλκ.) καθυστερώ, αργώ, αργοπορώ, βραδύνω. -
17 затормозить
-ожу, -озишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заторможенный, -жен, -жена, -женоρ.σ.μ. κ. αμ.1. φρενάρω, τροχοπεδώ.2. μτφ. αναστέλλω, ανακόπτω την κίνηση ή την ανάπτυξη.3. αρχίζω να φρενάρω,φρενάρω. || μτφ. καθυστερώ, βραδύνω•работа -лась η δουλειά καθυστέρησε.
-
18 канителить
-
19 копать
ρ.δ. μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. копанный, βρ:: -пан, -а, -о.1. σκάβω•копать землю σκάβω τη γή•
копать огород σκάβω τον κήπο•
канаву σκάβω χαντάκι.
2. ξεχώνω, ξεθάβω• εξορύσσω.1. ανασκαλίζω, ανασκαλεύω, ψάχνω. || μτφ. ανερευνώ, εξετάζω λεπτομερώς.2. ψιλοδουλεύω, ψιλοκοσκινίζω• αργώ, βραδύνω•не -айся, кончай работу скорей μην αργείς, τέλειωνε τη δουλειά γρήγορα.
3. σκάβομαι. -
20 медлить
ρ.δ. αργώ, βραδύνω•медлить с выполнением обещания αργώ να εκπληρώσω την υπόσχεση.
|| αργοπορώ, καθυστερώ•не медля ни минуты χωρίς να καθυστερήσεις ούτε ένα λεπτό.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βραδύνω — βραδύνω, βράδυνα βλ. πίν. 48 Σημειώσεις: βραδύνω : χωρίς παθητική φωνή, κυρίως με την έννοια κινούμαι, ενεργώ αργά. Απαντάται όμως και η έκφραση βραδύνω το βήμα (→ αρχίζω να περπατάω αργά) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βραδυνῶ — βραδύνω make slow fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδύνω — βραδύ̱νω , βραδύνω make slow aor subj act 1st sg βραδύ̱νω , βραδύνω make slow pres subj act 1st sg βραδύ̱νω , βραδύνω make slow pres ind act 1st sg βραδύ̱νω , βραδύνω make slow aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδύνω — (AM βραδύνω) [βραδύς] 1. χρονοτριβώ, αργοπορώ 2. καθυστερώ κάποιον αρχ. αναβάλλομαι … Dictionary of Greek
βραδύνω — υνα 1. μτβ., μειώνω την ταχύτητα: Βράδυνα το αυτοκίνητο γιατί πλησίαζα στον προορισμό μου. 2. αμτβ., αργώ, αργοπορώ: Το λεωφορείο σχεδόν πάντα βραδύνει να φτάσει στη στάση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βραδυνεῖ — βραδύνω make slow fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) βραδύνω make slow fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυνούσαις — βραδύνω make slow fut part act fem dat pl (attic epic doric) βραδῡνούσαις , βραδύνω make slow pres part act fem dat pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυνούσης — βραδύνω make slow fut part act fem gen sg (attic epic) βραδῡνούσης , βραδύνω make slow pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυνούσῃ — βραδύνω make slow fut part act fem dat sg (attic epic) βραδῡνούσῃ , βραδύνω make slow pres part act fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδῦνον — βραδύνω make slow pres part act masc voc sg βραδύνω make slow pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυνεῖς — βραδύνω make slow fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)