Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

βραδυτέρᾳ

См. также в других словарях:

  • βραδυτέρα — βραδυτέρᾱ , βραδύς slow fem nom/voc/acc dual βραδυτέρᾱ , βραδύς slow fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυτέρᾳ — βραδυτέρᾱͅ , βραδύς slow fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδύτερα — βραδύς slow neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυτέρας — βραδυτέρᾱς , βραδύς slow fem acc pl βραδυτέρᾱς , βραδύς slow fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυτέραν — βραδυτέρᾱν , βραδύς slow fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελαιογραφία — Τεχνική της ζωγραφικής που διαδόθηκε από τον 15o αι. και έχει επικρατήσει έως τη σύγχρονη εποχή. Δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο πότε και πού πρωτοεμφανίστηκε. Ο Βαζάρι αποδίδει την ε. στον Γιαν Βαν Άικ και υποστηρίζει ότι ήταν ο πρώτος ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • ολκός — (I) ὁλκός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έλκει, ελκτικός («μάθημα ψυχῆς ὁλκὸν ἀπὸ τοῡ γιγνομένου ἐπὶ τὸ ὄν», Πλάτ.) 2. άπληστος, λαίμαργος 3. αυτός που σύρεται καταγής 4. (κατά τον Ησύχ.) «ὁλκά δυνατά» 5. (η αιτ. τού ουδ. στον συγκριτ. ως επίρρ.)… …   Dictionary of Greek

  • πεντηκοστάριον — Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζεται το λειτουργικό βιβλίο, που περιέχει τις ακολουθίες που ψάλλονται στο διάστημα από την Κυριακή του Πάσχα μέχρι τη πρώτη Κυριακή μετά την Πεντηκοστή. Συγκεκριμένα το «Π.» περιέχει τις ακολουθίες των κινητών… …   Dictionary of Greek

  • χειρομαντεία — Όπως και οι λαοί της Άπω και Εγγύς Ανατολής, οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τη χ. για την πρόγνωση του μελλοντικού προσώπου ενός ατόμου. Ο Αριστοτέλης βρήκε πραγματεία περί χ. σε ένα βωμό του Ερμή, γραμμένη με χρυσά γράμματα και τη χάρισε στον… …   Dictionary of Greek

  • ψιμάρι — ψιμάρι, το και ψιμάρνι, το 1. όψιμο αρνί, αυτό που γεννήθηκε βραδύτερα. 2. σχετικά με ανθρώπους, ο αφελής: Τον έπιασε ψιμάρνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»