Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

βραδεῖς

См. также в других словарях:

  • βραδεῖς — βραδύς slow masc nom pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • моутьныи — (22) пр. 1. Замутненный, загрязненный: напоимъ братию свою ѡстрѹѥниѥмь мѹтьнъмь (ϑολερον) СбТр XII/XIII, 134; написѧ адамъ ˫ада см҃ртьнаго рекше скорби и печали и слезъ възмѹщень˫а мѹтьна акы пь˫аньствѹ сподобисѧ КН 1280, 375в; горе напа˫ающемѹ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • мьдьльныи — (10) пр. Медлительный, неторопливый: буди скоръ послушати. а медленъ гл҃ти ИларПосл XI сп. XIV, 201; буди весь чл҃вкъ скоръ на послушание i медленъ в гнѣвѣ. ПрЮр XIV, 84в; да будеть ѿ васъ весь скоръ на послушание. медленъ на г҃ланье. СбУв XIV,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • επιχειρητής — ἐπιχειρητής, ὁ (Α) [επιχειρώ] 1. τολμηρός, δραστήριος («oἱ μὲν ὀξεῑς οἱ δὲ βραδεῑς, καὶ οἱ μὲν ἐπιχειρηταὶ οἱ δὲ ἄτολμοι», Θουκ.) 2. έτοιμος να επιχειρήσει κάτι («ἐπιχειρητής παντός») …   Dictionary of Greek

  • οξύς — (I) εία, ύ (ΑΜ ὀξύς, εῑα, ύ, Α ιων. τ. θηλ. ὀξέα, ποιητ. τ. ουδ. πληθ. και ὀξεῑα) 1. αυτός που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, αιχμηρός, μυτερός, σουβλερός 2. (για όργανα που τέμνουν) κοφτερός 3. (κυριολ. και μτφ.) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «οξεία… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Εσάκι, Λίο — (Leo Esaki, Οσάκα 1925 –). Ιάπωνας φυσικός. Ολοκλήρωσε τις πτυχιακές σπουδές του στο πανεπιστήμιο του Τόκιο, το 1947, από το οποίο έλαβε τον διδακτορικό τίτλο του το 1959. Το 1958 κατέγραψε μια διαδικασία που έγινε αργότερα γνωστή ως φαινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • καινοφανής αστέρας (nova) — (Αστρον.). Αστέρας, ο οποίος παρουσιάζει απρόοπτα ταχύτατη και έντονη αύξηση της λαμπρότητάς του, για να επανέλθει ύστερα σιγά σιγά στην αρχική του κατάσταση. Η λαμπρότητα των κ.α. είναι από 5.000 έως 100.000 φορές μεγαλύτερη από την αρχική τους …   Dictionary of Greek

  • Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»