Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

βραδεῖα

См. также в других словарях:

  • βραδεία — βραδείᾱ , βραδύς slow fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδείᾳ — βραδείᾱͅ , βραδύς slow fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδεῖα — βραδύς slow fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδείας — βραδείᾱς , βραδύς slow fem acc pl βραδείᾱς , βραδύς slow fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζύμωση — Βιοχημικός μετασχηματισμός οργανικών ουσιών που προκαλείται από το ενζυμικό σύστημα πολυάριθμων μικροοργανισμών, ενώ παρατηρείται και σε ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς, αποσκοπώντας στην παραγωγή ενέργειας υπό μορφή ATP σε αναερόβιες συνθήκες.… …   Dictionary of Greek

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

  • σπογγιοβλάστωμα — το, Ν 1. ιατρ. τύπος γλοιώματος με βραδεία εξελικτική τάση, το οποίο εντοπίζεται στο οπτικό νεύρο, στο οπτικό χίασμα ή στο εγκεφαλικό στέλεχος, γι αυτό και συμπεριφέρεται ως κακόηθες νεόπλασμα 2. φρ. α) πολικό σπογγιοβλάστωμα» σπογγιοβλάστωμα με… …   Dictionary of Greek

  • Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 …   Dictionary of Greek

  • Σαφαβίδες — Μουσουλμανική σχιιτική δυναστεία που βασίλευσε στην Περσία για δυόμισι περίπου αιώνες, μεταξύ 15ου και 18ου αι. Ιδρυτής της υπήρξε ο Ισμαήλ (1487 1524), απόγονος του Σάφι αντ Ντιν (απ’ όπου και το όνομα της δυναστείας), ο οποίος το 1502 επανένωσε …   Dictionary of Greek

  • αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… …   Dictionary of Greek

  • βραδιά — η 1. το βράδι 2. η νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το θηλ. βραδεία του επιθ. βραδύς*, όπως και άλλα αρχ. επίθετα σε ύς, εία, ύ, μετασχηματίστηκε στους μτγν. και βυζαντινούς χρόνους σε βραδέα, από το οποίο προήλθε με συνίζηση ο τ. βραδιά (πρβλ. βαρεία, βαρέα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»