-
1 βρέφους
βρέφοςbabe in the womb: neut gen sg (attic epic doric)βρεφόωform into a foetus: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
2 μηρία
A thigh-bones,ἐκ μηρία τάμνον.. κατά τε κνίσῃ ἐκάλυψαν, δίπτυχα ποιήσαντες Od.3.456
;ἐπὶ μηρία θέντες Ἀπόλλωνι 21.267
, cf. foreg.; εἴ ποτέ τοι κατὰ πίονα μηρί' (i. e. thigh-bones in their fat)ἔκηα Il. 1.40
, cf. Od.4.764, al.;πιανθέντα βοῶν ὅ γε μ. καίει Theoc.17.126
; butδημὸν καὶ μ. ἔκηα Il.8.240
;ἀγλαὰ μ. Hes.Op. 337
, Thgn.1145;κηκὶς μηρίων S.Ant. 1008
;τῶν μηρίων ἡ κνῖσα Ar.Av. 193
, cf. 1517.—On the distinction between μηρία and μηροί, cf. Apollon.Lex. s.v. μηρία, Ammon.Diff.p.161 V., etc.II = μηροί, thighs,φῦμα μηρίων μεταξύ Archil.136
, cf. Bion 1.84;βρέφους Sor.1.100
. -
3 παραμονή
παρα-μονή, ἡ,A obligation to continue in service, of a slave whose manumission is deferred, SIG2863 (Delph.), etc.;ἐγγύους παρά τινος λαμβάνειν παραμονῆς PHal.1.48
(iii B. C.), cf. PHib.1.41.5 (iii B. C.).2 endurance, constancy, Iamb.Protr.[2].3 keeping,οἶνος πρὸς παραμονὴν ἐπιτήδειος Ath.1.30e
;γλεῦκος εἰς π. χρήσιμον Gp.6.16.3
;εἰς πλείονα π. χρωμάτων Dsc.5.159
.4 διὰ τὴν τοῦ βρέφους παραμονήν to make room for the foetus, Alex.Aphr.Pr.1.125.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραμονή
-
4 συνέχω
συνέχω, [tense] aor. συνέσχον:—[voice] Med., [tense] fut. συνέξομαι in pass. sense, D. Ep.3.40: so συσχόμενος (v. infr.), Pl.Sph. 250d:—[voice] Pass., [tense] aor.Aσυνεσχέθην Epicur.Ep.2p.35U.
: [tense] fut. inf.συσχεθήσεσθαι Phld.Ir.p.97
W.:— hold or keep together, confine, secure, ὅθι ζωστῆρος ὀχῆες χρύσειοι σύνεχον [θώρηκα] Il.4.133, 20.415; ἵνα τε ξυνέχουσι τένοντες ἀγκῶνος where the sinews of the elbow hold together, ib. 478 (but perh. meet, v. infr. 11); Ὠκεανός.. συνεῖχε σάκος enclosed, compassed it, Hes.Sc. 315; Αἴτνα σ. [Τυφῶνα] Pi.P.1.19; τὼ μηρὼ ς. hold them together, Ar.Nu. 966;τὰ σκέλη [τοῦ βρέφους] συνεχέτω Sor.1.101
;τοὺς τρεῖς ξυνέχων τῶν δακτύλων Ar.V.95
; συνέσχον τὰ ὦτα αὐτῶν closed or stopped their ears, Act.Ap.7.57; μηδὲ συσχέτω ἐπ' ἐμὲ φρέαρ τὸ στόμα αὐτοῦ let not the pit close its mouth upon me, LXX Ps.68(69).15, cf. Is.52.16; τὸ δέρμα σ. [τὰ ὀστᾶ] Pl.Phd. 98d; Ἄτλας ἅπαντα ς. ib. 99c;λάκκους συντετριμμένους, οἳ οὐ δυνήσονται ὕδωρ συνέχειν LXX Je.2.13
:—[voice] Pass., τὸ λεγόμενον ἐν φρέατι συσχόμενος" trapped in a well, Pl.Tht. 165b; ὁ καρπὸς.. ἂν μὴ πλυθῇ.. συνέχεται sticks together, Thphr.HP3.15.4; τὸ στόμα οὐ συνεσχέθη ἔτι my mouth was no longer closed, LXX Ez.33.22.2 keep together, keep from dispersing, στράτευμα, δύναμιν, X.An.7.2.8, D.8.76;σ. ἐν τῷ χάρακι Plb.10.39.1
;ὥπλισε.. καὶ συνεῖχε τοῦ τείχους ἐντός Plu.Cam. 23
;περὶ Κύπρον σ. τὸ ναυτικόν Id.Cim.18
; continue, keep on, μὴ πλείους πέντε ἡμερῶν σύσχῃς τὸ ὕδωρ (the flooding) PCair.Zen.155.5 (iii B.C.); keep,τοὺς πολίτας σ. ἐν τοῖς ὅπλοις Plu.Sol.22
, cf. 2.193e;προστάξαντος αὐτοῦ ἐν τοῖς ὅπλοις συνέχειν ἑαυτόν, ὁ δὲ ἀπεδύσατο Ael. VH14.48
; preserve,οἱ ἅλες ἐπὶ πλεῖστον [τὰ σώματα] συνέχοντες Ph. 2.255
; maintain,σ. τοὺς στρατιώτας ἐκ τῶν ἱεροσυληθέντων λειψάνων D.S.16.61
:—[voice] Pass., to be continuous, Parm.8.23; to be maintained,πᾶσα ἕξις.. ὑπὸ τῶν καταλλήλων ἔργων συνέχεται καὶ αὔξεται Arr. Epict.2.18.1
.b of social and political order, σ. πόλεις keep states together, keep them from falling to pieces, maintain them, E.Supp. 312, cf. And.1.9;τὸ φρονεῖν σ. δώματα E.Ba. 392
(lyr.), cf. 1308; καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους ἡ κοινωνία ς. Pl.Grg. 508a; , cf. Plt. 311c;σ. τὴν πολιτείαν D.24.2
;τὴν πολιτικὴν κοινωνίαν Arist.Pol. 1278b25
, cf. 1270b17;ὀρθῶς ἐν τῇ Ἑλλάδι τὴν δύναμιν τῶν Ἀθηναίων συνεῖχεν Plu.Per.22
; ἐν οἴνῳ τὰς ἀρχὰς συνεῖχε conducted the government over wine, Id.2.714b; alsoὁ τὸν ὅλον κόσμον συντάττων καὶ συνέχων X.Mem.4.3.13
, cf. LXX Wi.1.7; ξ. τὴν εἰρεσίαν keep the rowers together, make them pull in time, Th.7.14:—[voice] Pass.,μετ' ἀλλήλων συνέχεσθαι Pl.Ti. 43e
.c keep together in friendship, (lyr.);τοὺς ἐρωμένους Ath.13.563e
:—[voice] Pass.,τὸ ὂν συνέχεται.. φιλίᾳ Pl.Sph. 242e
;τὰ πράγματα ὑπ' εὐνοίας D.11.7
.d [voice] Pass. also, engage in close combat,ἐγχειριδίοισι Hdt.1.214
; of sexual intercourse, Arist.HA 540a24, GA 731a19, Thphr.Char.28.3.e occupy or engage,ἑαυτὸν ἐν γυναιξὶ καὶ θιάσοις Plu.Cleom.34
; [γυναῖκα] συνέχειν ἐπὶ καπηλείου Id.2.785d
.3 contain, comprise, embrace, εἷς λόγος πάσας τὰς αἰσθήσεις ς. Pl.Hp.Mi. 374d; τὸ συνέχον the chief matter, Plb.2.12.3, Cic.Att.9.7.1, Gal.16.516;τὸ σ. καὶ κυριώτατον Phld.Lib. p.22
O.;τὰ συνέχοντα Plb.6.46.6
, Gal.15.2;τὰ σ. ἀγαθά Phld.D.1.25
: c. gen., τὸ σ. τῆς ἐκκλησίας the chief reason for.., Plb.28.4.2, cf. 4.51.1, 18.39.3; τῆς σωτηρίας the chief means of.., Id.10.47.11; τὰ σ. τῶν ἐγγράπτων the chief clauses, Id.3.27.1;τὸ σ. τῆς ἐννοίας Id.3.29.9
, cf. 4.5.5, 18.44.2:—[voice] Pass., τὸν πρὸς τῇ ὑπεκλύσει πυρετὸν ὑπ' ἄλλης αἰτίας συνέχεσθαι is chiefly caused (cf. συνεκτικός) by.., Sor.2.4.4 detain, τὰς καμήλους ἐν τῇ Νεχθενίβιος (sc. κώμῃ) PMich.Zen.103.3 (iii B.C.); sequestrate, PEnteux.3.7, 85.3 (iii B.C.); keep under arrest, PMich.Zen.36.6 (iii B.C.), BGU1824.27 (i B.C.), Ev.Luc.22.63;προσαπήγαγέν με εἰς τὴν φυλακὴν καὶ συνέσχεν ἐφ' ἡμέρας δ ¯ PEnteux.83.7
(iii B.C.), cf. 84.11 (iii B.C.):—[voice] Pass.,συνέχομαι ἐμ φυλακῇ PPetr.2p.50
(iii B.C.), cf. PCair.Zen.347.3 (iii B.C.), PRyl. 65.11 (i B.C.), etc.; of things held as security, PCair.Zen.373.3 (iii B.C.).5 constrain or force one to a thing,ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ σ. ἡμᾶς 2 Ep.Cor.5.14
; oppress, Ev.Luc.8.45, 19.43;ἡ σκληροκοιτία λυπεῖ καὶ σ. τὸ σῶμα Gal.15.196
:—used by early writers only in [voice] Pass., συνέχεσθαί τινι to be constrained, distressed, afflicted, and, generally, to be affected by anything whether in mind or body,πατρὶ συνείχετο.. χαλεπῷ Hdt.3.131
;ξ. τοῖσι Λυκούργου πατριώταις Pherecr.11
; σ. πολέμῳ, δουληΐῃ, Hdt.5.23, 6.12; ; ; δίψῃ, πόνῳ, Th.2.49, 3.98;πυρετῷ Ev.Luc.4.38
; ;μεγάλοις καὶ ἀνιάτοις νοσήμασιν Pl.Grg. 512a
;πάσῃ ἀπορίᾳ Id.Sph. 250d
;ἀγρυπνίαις IG42(1).122.50
(Epid., iv B.C.); τῷ λόγῳ (v.l. πνεύματι) Act.Ap.18.5;γέλωτι συσχεθέντα τελευτῆσαι D.L.7.185
;ἔρωτι συσχεθείς Conon 40.3
;ἄνθρωπος συνεχόμενος ἀπὸ οἴνου LXX Je.23.9
; συνεχομένη τῇ συνειδήσει ib.Wi.17.11.6 constrain, hinder, hold back, E.Rh.59; σύσχῃ τὸν οὐρανόν shut up the heaven, LXX De.11.17; συνεσχέθη ὁ ὑετὸς ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ ib.Ge.8.2; συνεσχέθη ἡ θραῦσις ἐπάνωθεν Ἰσραήλ the plague was stayed from Israel, ib.2 Ki.24.25: metaph.,ὑπὸ τοῦ γένους A.D.Adv.122.22
, cf. Synt.342.18.9 Gramm., σ. τὸ ἄρθρον to be accompanied by the article, A.D.Synt.35.2, al.II intr., meet, v. supr. 1.1; ; πρός τι to be connected with, S.E.P.1.145. -
5 τόνωσις
A strengthening, bracing, Aret.CD1.3;τοῦ βρέφους Sor.1.95
; τοῦ πνεύματος ib. 108; activity, force, Ruf. ap. Orib.8.24.19: abs., 'tone', Apollon. ap. Orib.7.19.1.II accentuation, Eust.341.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τόνωσις
-
6 ὑπτιόω
A to be turned on one's back,ὑπτιωθέντος [τοῦ βρέφους] Sor.1.100
, cf. 106; to be turned downside up, to be upset,ὑπτιοῦτο σκάφη νεῶν A.Pers. 418
; of leaves, to be laid back, Dsc.4.88.2 of land, slope gently upwards,λόφος.. ὑπτιούμενος ἐπὶ τὴν κορυφὴν ἄκραν J.AJ15.11.3
.3 metaph. of the appetite (cf.ὑπτιασμός 11
), to be sluggish,ὄρεξιν.. ὑπτιωμένην ἀνεγεῖραι Gal.14.302
;- οῦσθαι τὸν στόμαχον Archig.
ap. Gal.13.140, cf. Sor.1.50. -
7 βρέφος
βρέφος, ους, τό① a child that is still unborn, fetus, child (Il. 23, 266; Plut., Mor. 1052f; Diosc. 5, 74; SIG 1267, 23; IAndrosIsis, Kyme 18; PGM 8, 1 ἐλθέ μοι κύριε Ἑρμῆ ὡς τὰ βρέφη εἰς τ. κοιλίας τ. γυναικῶν; PFlor 93, 21 τὸ ἐν γαστρὶ βρέφος; Sir 19:11; Ps.-Phocyl. 184; Jos., Ant. 20, 18; s. ἐξαμβλόω) Lk 1:41, 44.② a very small child, baby, infant (Pind.+; PFamTebt 20, 15; PMich 423/24, 13; 17; 20; BGU 1104, 24; POxy 1069, 22 al.; 1 Macc 1:61; 2 Macc 6:10; 4 Macc 4:25; TestSol 13:3, 4; ApcSed 9; ApcEsdr p. 28, 13 Tdf.; Philo; ViJer 7; Jos., Bell. 6, 205; Tat. 30, 1) Lk 2:12, 16; GJs 9:2; 22:2 (Diod S 2, 4, 5 herdsmen find a divine child, Semiramis [εὑρεῖν τὸ βρέφος]; of Plato as infant s. παρίστημι 1bα); Lk 18:15; Ac 7:19; νήπια β. (Dio Chrys. 10 [11], 29; En 99:5 [restored]) Hs 9, 29, 1; cp. 3; ἀπὸ βρέφους from childhood 2 Ti 3:15 (Ptolem., Apotel. 2, 3, 40; Philo, Spec. Leg. 2, 33; more freq. ἐκ β.: Philo, Somn. 1, 192; Anth. Pal, 9, 567). In imagery 1 Pt 2:2.—On caution respecting usage in grave ins s. New Docs 4, 40f.—B. 92. DELG. M-M. TW.
См. также в других словарях:
βρέφους — βρέφος babe in the womb neut gen sg (attic epic doric) βρεφόω form into a foetus imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάκλιση — η (Α ἀνάκλισις) [ἀνακλίνω] 1. κλίση προς τα πίσω, ξάπλωμα, πλάγιασμα 2. νεοελλ. ανασήκωμα 3. (Ψυχολ.) η πλήρης συναισθηματική εξάρτηση τού βρέφους από τη μητέρα ή την τροφό. Η στέρηση τής συναισθηματικής προσφοράς τών ατόμων αυτών (νοσοκομεία,… … Dictionary of Greek
απογαλακτισμός — Η διακοπή της γαλουχίας στα βρέφη και γενικά στα θηλαστικά. Ο α. στα βρέφη αρχίζει όταν συμπληρώσουν τον τρίτο μήνα της ζωής τους και πραγματοποιείται με την αντικατάσταση ενός θηλασμού με ένα γεύμα γάλακτος. Βαθμιαία, τα γεύματα αυτά… … Dictionary of Greek
βρεφοκτονία — Η θανάτωση βρέφους από τη μητέρα του κατά τη διάρκεια του τοκετού ή μετά τον τοκετό, αλλά μόνο μέσα στο διάστημα που υπάρχει η διατάραξη του οργανισμού που προκλήθηκε από αυτόν. Τιμωρείται από τον νόμο με ποινή μικρότερη από τη συνήθη. Λέγεται… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κούνιον — και κουνίον, τὸ (ΑM) η κούνια, το κρεβάτι τού βρέφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cuna «κρεβάτι βρέφους»] … Dictionary of Greek
παιδιατρική — Κλάδος της ιατρικής ο οποίος ασχολείται με το παιδί. Eίναι επίσης δυνατό να ορισθεί ως η μελέτη της φυσιοπαθολογίας της αύξησης, αφού η λειτουργία της ανάπτυξης του ανθρώπινου οργανισμού σε καμιά άλλη περίοδο της ζωής δεν είναι τόσο έντονη, όσο… … Dictionary of Greek
Σποκ, Μπέντζαμιν — (Spock). Αμερικανός γιατρός (Νιου Χάβεν, Κονέκτικαν 1903). Ειδικεύτηκε στην παιδιατρική και ανέλαβε την έδρα αυτή στο Πανεπιστήμιο του Κλήβελαν στο Οχάιο, το 1967. Τα μαθήματα του βασίζονται πάνω στην ψυχολογία και την κατάλληλη διαπαιδαγώγηση… … Dictionary of Greek
έκθεση — η 1. τοποθέτηση στο ύπαιθρο ή σε δημόσιο τόπο: Τα κομμένα σύκα με την έκθεσή τους ξεραίνονται γρήγορα. 2. η τοποθέτηση γεωργικών προϊόντων ή εμπορευμάτων ή ανθρώπινων δημιουργημάτων σε δημόσιο μέρος για κοινή θέα και για πώληση: Η Διεθνής Έκθεση… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ИОАНН КУЩНИК — Прп. Иоанн Кущник. Миниатюра из Минология Василия II. 1 я четв. XI в. (Vat. gr. 1613. P. 222) Прп. Иоанн Кущник. Миниатюра из Минология Василия II. 1 я четв. XI в. (Vat. gr. 1613. P. 222) [Иоанн Каливит; греч. ᾿Ιωάννης ὁ Καλυβίτης] (1 я пол. V… … Православная энциклопедия
Κουρήτες — Μυθολογικοί δαίμονες, οι οποίοι αποτελούσαν την ακολουθία της Ρέας. Κατάγονταν πιθανότατα από την Κρήτη και ήταν θεότητες που προστάτευαν τα ζώα και την αγροτική ζωή. Κατόπιν συνδέθηκαν με τον μύθο που σχετίζεται με τη γέννηση και την ανατροφή… … Dictionary of Greek