Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

βρέφους

См. также в других словарях:

  • βρέφους — βρέφος babe in the womb neut gen sg (attic epic doric) βρεφόω form into a foetus imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάκλιση — η (Α ἀνάκλισις) [ἀνακλίνω] 1. κλίση προς τα πίσω, ξάπλωμα, πλάγιασμα 2. νεοελλ. ανασήκωμα 3. (Ψυχολ.) η πλήρης συναισθηματική εξάρτηση τού βρέφους από τη μητέρα ή την τροφό. Η στέρηση τής συναισθηματικής προσφοράς τών ατόμων αυτών (νοσοκομεία,… …   Dictionary of Greek

  • απογαλακτισμός — Η διακοπή της γαλουχίας στα βρέφη και γενικά στα θηλαστικά. Ο α. στα βρέφη αρχίζει όταν συμπληρώσουν τον τρίτο μήνα της ζωής τους και πραγματοποιείται με την αντικατάσταση ενός θηλασμού με ένα γεύμα γάλακτος. Βαθμιαία, τα γεύματα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • βρεφοκτονία — Η θανάτωση βρέφους από τη μητέρα του κατά τη διάρκεια του τοκετού ή μετά τον τοκετό, αλλά μόνο μέσα στο διάστημα που υπάρχει η διατάραξη του οργανισμού που προκλήθηκε από αυτόν. Τιμωρείται από τον νόμο με ποινή μικρότερη από τη συνήθη. Λέγεται… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κούνιον — και κουνίον, τὸ (ΑM) η κούνια, το κρεβάτι τού βρέφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cuna «κρεβάτι βρέφους»] …   Dictionary of Greek

  • παιδιατρική — Κλάδος της ιατρικής ο οποίος ασχολείται με το παιδί. Eίναι επίσης δυνατό να ορισθεί ως η μελέτη της φυσιοπαθολογίας της αύξησης, αφού η λειτουργία της ανάπτυξης του ανθρώπινου οργανισμού σε καμιά άλλη περίοδο της ζωής δεν είναι τόσο έντονη, όσο… …   Dictionary of Greek

  • Σποκ, Μπέντζαμιν — (Spock). Αμερικανός γιατρός (Νιου Χάβεν, Κονέκτικαν 1903). Ειδικεύτηκε στην παιδιατρική και ανέλαβε την έδρα αυτή στο Πανεπιστήμιο του Κλήβελαν στο Οχάιο, το 1967. Τα μαθήματα του βασίζονται πάνω στην ψυχολογία και την κατάλληλη διαπαιδαγώγηση… …   Dictionary of Greek

  • έκθεση — η 1. τοποθέτηση στο ύπαιθρο ή σε δημόσιο τόπο: Τα κομμένα σύκα με την έκθεσή τους ξεραίνονται γρήγορα. 2. η τοποθέτηση γεωργικών προϊόντων ή εμπορευμάτων ή ανθρώπινων δημιουργημάτων σε δημόσιο μέρος για κοινή θέα και για πώληση: Η Διεθνής Έκθεση… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ИОАНН КУЩНИК — Прп. Иоанн Кущник. Миниатюра из Минология Василия II. 1 я четв. XI в. (Vat. gr. 1613. P. 222) Прп. Иоанн Кущник. Миниатюра из Минология Василия II. 1 я четв. XI в. (Vat. gr. 1613. P. 222) [Иоанн Каливит; греч. ᾿Ιωάννης ὁ Καλυβίτης] (1 я пол. V… …   Православная энциклопедия

  • Κουρήτες — Μυθολογικοί δαίμονες, οι οποίοι αποτελούσαν την ακολουθία της Ρέας. Κατάγονταν πιθανότατα από την Κρήτη και ήταν θεότητες που προστάτευαν τα ζώα και την αγροτική ζωή. Κατόπιν συνδέθηκαν με τον μύθο που σχετίζεται με τη γέννηση και την ανατροφή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»