-
1 παρα-προς-ωπίς
παρα-προς-ωπίς, ίδος, ἡ, Larve, Eust. 1281, 2.
-
2 τρι-ωπίς
-
3 ταυρ-ῶπις
ταυρ-ῶπις, ιδος, ἡ, bes. poet. fem. zu ταυρωπός, Μήνη Nonn. D. 11, 185.
-
4 τανα-ῶπις
-
5 τηλ-ῶπις
-
6 φαιν-ῶπις
-
7 χαριτ-ῶπις
χαριτ-ῶπις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Ep. ad. 721 a (App. 209).
-
8 χλοερ-ῶπις
χλοερ-ῶπις, ιδος, ἡ, grünlich od. grüngelb aussehend, Paul. Sil. ecphr. 255.
-
9 κυαν-ῶπις
-
10 κυν-ῶπις
κυν-ῶπις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, die hundsäugige, d. i. die schamlose, freche, unverschämte; Od. 4, 145. 11, 423 Il. 3, 180. 18, 396; von den Furien, Eur. Or. 260; von den Keren, El. 1252; παλλακή Cratin. bei Plut. Pericl. 24.
-
11 κερατ-ῶπις
κερατ-ῶπις, ιδος, ἡ, mit gehörntem Antlitz, Μήνη Maneth. 4, 91.
-
12 κελαιν-ῶπις
κελαιν-ῶπις, fem. zum Vorigen, νεφέλα, die finstere Wolke, Pind. P. 1, 7.
-
13 καλυκ-ῶπις
καλυκ-ῶπις, ιδος, ἡ, mit einem Blumengesicht, mir rosigem Antlitz, Νύμφη H. h. Ven. 284, κούρη Cer. 8, wie Orph. H. 78, 2.
-
14 γοργ-ῶπις
γοργ-ῶπις, ιδος, ἡ, = folgdm, Athene, Soph. Ai. 452 u. Sp.
-
15 γλαυκ-ῶπις
γλαυκ-ῶπις, ιδος, ἡ, blauäugig, mit blaugrauem, funkelndem Auge, vgl. γλαυκός, γλαυκιάω; Beiwort der Athene, s. Nitzsch zu Od. 1, 44; Lucas de Minervae cogn. γλ.; oft Hom., z. B. voc. γλαυκῶπι Odyss. 13, 389, accus. γλαυκώπιδα Iliad. 8, 373, γλαυκῶπιν Odyss. 1, 156; auch Pind., O. 7, 51 N. 7, 96; seltener bei Attikern, Soph. O. C. 711; Ar. Th. 318. – Bei Ibyc. 15 heißt so Cassandra; Ep. ad. 521 (IX, 189) Here; Emped. nennt so den Mond, μήνη, s. Plut. fac. in orb. lun. 21.
-
16 κοιλ-ῶπις
-
17 εὐ-ῶπις
εὐ-ῶπις, ιδος, ἡ, fem. zum Folgdn, mit schönen Augen, schönem Angesicht; εὐώπιδα κούρην Od. 6, 113; h. Cer. 333; Σελάνα Pind. Ol. 11, 77; Soph. Tr. 520 u. sp. D., wie Ap. Rh. 4, 1090.
-
18 μαρμαρ-ῶπις
μαρμαρ-ῶπις, ιδος, ἡ, Lycophr. 843, steinblickend, durch den Anblick in Stein verwandelnd, wie λιϑοδερκής.
-
19 μετ-ωπίς
μετ-ωπίς, ίδος, ἡ, Stirnband, nach Hesych. ἰατρικὸν ἐπίδεσμον.
-
20 δολ-ῶπις
δολ-ῶπις, ιδος, ἡ, mit listigem, betrüglichem Antlitz, Soph. Tr. 1039.
См. также в других словарях:
Ὦπις — fem nom sg Ὦπις fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώπις — Α β συνθετικό πολλών θηλυκών ονομάτων τής Αρχαίας που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και δηλώνει αυτήν που έχει τα μάτια, την όψη, την έκφραση ή την εμφάνιση την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αὐλ ῶπις, βλοσυρ ῶπις, βο ῶπις … Dictionary of Greek
Ώπις — Παρθένος της ελληνικής μυθολογίας. Mαζί με την Άργη ταξίδεψαν στη Δήλο για να φέρουν τον φόρο που έταξαν στην Ειλείθυια επειδή μετρίασε τους πόνους της Λητούς στη διάρκεια της γέννας. Στο νησί τις δέχτηκαν με μεγάλες τιμές, και μάλιστα οι… … Dictionary of Greek
ώπις — Παρθένος της ελληνικής μυθολογίας. Mαζί με την Άργη ταξίδεψαν στη Δήλο για να φέρουν τον φόρο που έταξαν στην Ειλείθυια επειδή μετρίασε τους πόνους της Λητούς στη διάρκεια της γέννας. Στο νησί τις δέχτηκαν με μεγάλες τιμές, και μάλιστα οι… … Dictionary of Greek
ὦπις — ὄπις , ὄπις the vengeance fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὦπι — Ὦπις fem voc sg Ὦπις fem voc sg Ὦψ fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὦπιν — Ὦπις fem acc sg Ὦπις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὤπεσσιν — Ὦπις fem dat pl (epic) Ὦψ fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὤπιδι — Ὦπις fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὤπιος — Ὦπις fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταναώπις — ώπιδος, ἡ, Α αυτή που βλέπει μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τανα ῶπις (αντί *ταναο ῶπις, με σίγηση τού ο , πρβλ. τανα ήκης) < ταναός* «επιμήκης, μακρός» + ῶπις (< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. γλαυκ ῶπις] … Dictionary of Greek