Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

βοῦνις

См. также в других словарях:

  • βούνις — βοῡνις, η (Α) [βουνός] (για περιοχή) βουνώδης …   Dictionary of Greek

  • βοῦνις — hilly fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοῦνι — βοῦνις hilly fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοῦνιν — βοῦνις hilly fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουνό — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 7 κάτ.) των Κυθήρων. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού και υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 251 κάτ.) στην πρώην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»