-
1 parlement
βουλή -
2 parlament
βουλή -
3 parlament
βουλή -
4 meclis
βουλή, συμβούλιο, φαγοπότι, παρέα -
5 parlamento
βουλή, κοινοβούλιο -
6 палата
-не.1. πλθ. (палатаашы, -лат) παλ.παλάτι, ανάκτορο.2. (παλ,) πολυτελές δωμάτιο.3. θάλαμος νοσοκομειακός.4. Βουλή•нижняя палата η κάτω.Βουλή•
верхняя палата η άνω Βουλή•
народная палата η λαϊκή Βουλή.
5. αίβουσα•судебная -η αίθουσα του δικαστηρίου•
торговая палата το εμπορικό επιμελητήριο.
εκφρ.ума палата у него – αυτός είναι τετραπέρατος ή πανδαήμονας. -
7 палата
Палата представителей η Βουλή των Αντιπροσώπων 3) (учреждение) το επιμελητήριο*Торговая \Палата το Εμπορικό Επιμελητήριο* Оружейная \Палата το θησαυροφυλάκιο του Κρεμλίνου* Книжная \Палата το Παλάτι των βιβλίων, η Βιβλιοθήκη* * *ж1) ( в больнице) ο θάλαμος2) полит. η βουλήпала́та представи́телей — η Βουλή των Αντιπροσώπων
3) ( учреждение) το επιμελητήριοТорго́вая пала́та — το Εμπορικό Επιμελητήριο
Оруже́йная пала́та — το Θησαυροφυλάκιο του Κρεμλίνου
Кни́жная пала́та — το Παλάτι των βιβλίων, η Βιβλιοθήκη
-
8 парламент
-а α.Βουλή, Κοινοβούλιο•верхний парламент η άνω Βουλή•
нижний парламент η κάτω Βουλή•
член -а μέλος της Βουλής ή του Κοινοβουλίου.
-
9 запрос
запрос м η επερώτηση сделать \запрос ζητώ πληροφορία сделать \запрос в парламенте κάνω επερώτηση στη βουλή* * *мη επερώτησηсде́лать запро́с — ζητώ πληροφορία
сде́лать запро́с в парла́менте — κάνω επερώτηση στη βουλή
-
10 парламент
парламент м η βουλή, το κοινοβούλιο* депутат \парламента о βουλευτής* * *мη βουλή, το κοινοβούλιοдепута́т парла́мента — ο βουλευτής
-
11 палата
палат||аж1. (больничная) ἡ αίθουσα, τό δωμάτιο·2. полит ἡ Βουλή:\палата депутатов ἡ Βουλή τῶν ἀντιπροσώπων3. (учреждение) τό ἐπιμελητήριο[ν]:торгован \палата τό ἐμπορικό ἐπιμελητήριο· \палата мер и весов ἡ ὑπηρεσία μέτρων καί σταθμών4. \палатаы мн. (дворец, хоромы) уст. τα ἀνάκτορα, τό παλατι· ◊ у него ума \палата разг εἶναι σπίρτο μονάχο, εἶναι τετραπέρατος. -
12 Resolve
v. trans.Solve: P. and V. λύειν.Determine (with infin.): P. and V. βουλεύειν, ἐννοεῖν, νοεῖν, γιγνώσκειν, P. γνώμην ποιεῖσθαι, Ar. and P. διανοεῖσθαι, ἐπινοεῖν.I have resolved (with infin.): P. and V. δοκεῖ μοι, δέδοκταί μοι.The Senate resolved: Ar. and P. ἔδοξε τῇ βουλῇ.——————subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Resolve
-
13 Areopagus
ἡ ἐξ Ἀρείου πάγου βουλή, or ἡ ἐν Ἀρείῳ πάγῳ βουλή.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Areopagus
-
14 палата
1. (государственное учреждение, ведающее чем-л.) η Βουλή 2. (представительное учреждение) το επιμελητήριο, η αίθουσαвнешнеторговая - см. торговая -3. (больничная) о θάλαμος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > палата
-
15 воля
воля ж η θέληση η βουλή (сила воли); человек сильной \воляи о άνθρωπος με ισχυρή θέληση ◇ люди доброй \воляи οι άνθρωποι καλής θέλησης* * *жη θέληση; η βουλ( сила воли)челове́к си́льной во́ли — ο άνθρωπος με ισχυρή θέληση
••лю́ди до́брой во́ли — οι άνθρωποι καλής θέλησης
-
16 верхний
верхн||ийприл1. ἐπάνω, ἄνω, ψηλός:\верхний этаж τό ἐπάνω πάτωμα τοῦ σπιτιοῦ· \верхнийие ио́ты οἱ ψηλές νότες· \верхний регистр муз. ἡ μείζων κλίμακα·2. геогр. ἄνω:\верхнийее течение реки́ τό ἐπάνω ρεύμα (или ὁ ἄνω ρους) τοῦ πόταμου· \верхнийяя Волга ὁ ἄνω Βόλγας·3. (об одежде):\верхнийее платье τό πανωφόρι· ◊ \верхнийяя палата полит ἡ "Ανω Βουλή. -
17 вече
вечес ист. τό βιέτσε, ἡ λαϊκή συνέλευση, ἡ λαϊκή βουλή. -
18 депутат
депут||а́тм ὁ βουλευτής, ὁ ἀντιπρόσωπος:\депутат Верховного Совета СССР ὁ βουλευτής του Άνωιάτοῦ Σοβιέτ. ττίς ΕΣΣΔ· Советы ^ародных депутатов га Σοβιέτ των λαϊκών βουλευτών палата \депутататов τό κοινοβούλιον, ἡ βουλή. -
19 законодательный
законодатель||ныйприл νομοθετικός:\законодательныйная власть ἡ νομοθετική ἐξουσία· \законодательныйное собрание ἡ Νομοθετική Βουλή. -
20 запрашивать
запрашиватьнесов1. ἐρωτώ, ζήτω, ἐξετάζω:\запрашивать чье-л. мнение ζητῶ τή γνώμη κάποιου· \запрашивать парламент ὁ чем-л. κάνω ἐπερώτηση στή βουλή·2. (цену) ζητώ ὑψηλή τιμή.
См. также в других словарях:
βουλή — will fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλή — η (AM βουλή, Α και δωρ. τ. βωλά και αιολ. τ. βόλλα) 1. απόφαση («δίνω, παίρνω, βάνω, βγάζω βουλή», «Διὸς δ΄ ἐτελείετο βουλή» και γινόταν το θέλημα του Δία) 2. γνώμη, συμβουλή («ήδωκε γνωστική βουλή σ εκείνο που κατέχει», «βουλὴν προτιθέναι» το να … Dictionary of Greek
βουλή — η 1. θέληση, πρόθεση: Δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει τις πραγματικές βουλές του άλλου. 2. το σώμα των αιρετών αντιπροσώπων του λαού, το κοινοβούλιο: Η βουλή ψηφίζει τους νόμους του κράτους. 3. το κτίριο, όπου συνεδριάζουν οι βουλευτές, το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βουλῇ — βουλῆι , βουλεύς masc dat sg (epic ionic) βουλή will fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βουλῆ — Βουλεύς masc nom/voc/acc dual Βουλεύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλῆ — βουλεύς masc nom/voc/acc dual βουλεύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βουλῇ — Βουλῆι , Βουλεύς masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βούλῃ — Βούληι , Βούλις fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούλῃ — βούλομαι will pres subj mp 2nd sg βούλομαι will pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡ δὲ κακὴ βουλὴ τῷ βουλεύσαντι κακίστη. — ἡ δὲ κακὴ βουλὴ τῷ βουλεύσαντι κακίστη. См. Не рой другому ямы, сам попадешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἐν νυκτὶ βουλὴ. — ἐν νυκτὶ βουλὴ. См. Утро вечера мудренее … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)