-
1 mebus
βουλευτής -
2 milletvekili
βουλευτής -
3 parlementer
βουλευτής -
4 депутат
депутат м о βουλευτής народный \депутат о λαϊκος αντιπρό σωπος* * *мο βουλευτήςнаро́дный депута́т — ο λαϊκός αντιπρόσωπος
-
5 кандидат
кандидат м 1) о υποψή φιος* \кандидат в депутаты о υποψή φιος βουλευτής \кандидат в члены το δόκιμο μέρος 2): \кандидат наук о διδάκτορας* * *м1) υποψήφιοςкандида́т в депута́ты — ο υποψήφιος βουλευτής
кандида́т в чле́ны — το δόκιμο μέρος
2)кандида́т нау́к — ο διδάκτορας
-
6 парламент
парламент м η βουλή, το κοινοβούλιο* депутат \парламента о βουλευτής* * *мη βουλή, το κοινοβούλιοдепута́т парла́мента — ο βουλευτής
-
7 депутат
депут||а́тм ὁ βουλευτής, ὁ ἀντιπρόσωπος:\депутат Верховного Совета СССР ὁ βουλευτής του Άνωιάτοῦ Σοβιέτ. ττίς ΕΣΣΔ· Советы ^ародных депутатов га Σοβιέτ των λαϊκών βουλευτών палата \депутататов τό κοινοβούλιον, ἡ βουλή. -
8 депутат
-а α., -ка, -и θ.1. βουλευτής, -ίνα, αντιπρόσωπος•депутат Верховного Совета СССР αντιπρόσωπος του Ανώτατου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ•
депутат греческого парламента βουλευτής της ελληνικής Βουλής•
палата -ов Κοινοβούλιο, Βουλή.
2. απεσταλμένος, αντιπρόσωπος, πληρεξούσιος. -
9 депутат
1. (выборное лицо) о αντιπρόσωπος 2. (член выборного государственного учреждения) о βουλευτής, ο λαϊκός αντιπρόσωπος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > депутат
-
10 член
1. (организации, общества, объединения и т.п) το μέλος- του κοινοβουλίου, ο βουλευτής2. грам. το μέρος, το άρθρο 3. мат. о όρ/ος- - множества το μέλος του συνόλου 4. анат. το μόριο(половой) το ανδρικό γεννητικό μόριο, το πέοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > член
-
11 кандидат
кандидатм ὁ ὑποψήφιος:\кандидат в депу-τέτυ ὁ ὑποψήφιος βουλευτής· \кандидат в члены партии τό δόκιμο μέλος τοῦ κόμματος· \кандидат нау́к ὁ διδάκτωρ· выдвигать в \кандидаты προτείνω ὑποψήφιους. -
12 парламент
парламентм τό κοινοβούλιο[ν], ἡ βουλή:/.лен \парламента ὁ βουλευτής, τό μέλος τοῦ κοινοβουλίου. -
13 член
членм1. (тела, тж. организации и т. п.) τό μέλος:\член семьи́ τό μέλος οἰκογενείας· \член коммунистической партии τό μέλος τοῦ Κομμουνιστικοὔ Κόμματος· \член профсоюза μέλος τοῦ ἐπαγγελματικού σωματείου:\член правительства (парламента) τό μέλος τής κυβερνήσεως (τῆς βουλής), ὁ βουλευτής· \член президиума Верховного Совета τό μέλος τοῦ Προεδρείου τοῦ "Ανωτάτου Σοβιέτ· \член партбюро́ τό μέλος τοῦ κομματικοῦ γραφείου· \член-корреспон-дент τό ἀντεπιστέλλον μέλος· почетный \член τό ἐπίτιμον μέλος· \члены дипломатического корпуса τό προσωπικόν τοῦ διπλω-ματικοῦ σώματος·2. мат ὁ ὅρος κλάσματος·3. грам. τό ἄρθρο[ν], τό μέρος:\член предложения τό μέρος τής πρότασης· определенный \член τό ὁρισμένο ἄρθρο· неопределенный \член τό ἀόριστο ἄρθρο. -
14 MP
[,em 'pi:]( abbreviation)1) (Member of Parliament.) (σύντμηση)βουλευτής2) ( military police) (σύντμηση)στρατονομία -
15 whip
[wip] 1. noun1) (a long cord or strip of leather attached to a handle, used for punishing people, driving horses etc: He carries a whip but he would never use it on the horse.) μαστίγιο2) (in parliament, a member chosen by his party to make sure that no one fails to vote on important questions.) βουλευτής υπεύθυνος για την κομματική πειθαρχία2. verb1) (to strike with a whip: He whipped the horse to make it go faster; The criminals were whipped.) μαστιγώνω2) (to beat (eggs etc).) χτυπώ3) (to move fast especially with a twisting motion like a whip: Suddenly he whipped round and saw me; He whipped out a revolver and shot her.) στρίβω απότομα, τραβώ ξαφνικά•- whiplash- whipped cream
- whip up -
16 депутат
[*][ντιπουτάτ) οοσ. α βουλευτής -
17 депутат
[*][ντιπουτάτ) ουσ α βουλευτής -
18 кандидат
-а α.-ка, -и θ.υποψήφιος•кандидат в депутаты υποψήφιος βουλευτής•
выдвигать в -ы προτείνω υποψήφιους.
|| διδάκτορας•технических наук διδάκτορας τεχνικών επιστημών.
εκφρ.кандидат в члены партии – δόκιμο μέλος του κόμματος. -
19 Councillor
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Councillor
-
20 Member
subs.Limb: P. and V. κῶλον, τό (Plat.).Members, limbs: P. and V. μέλη, τά, V. γυῖα, τά.I saw Philip willing to lose any member that fortune chose to deprive him of: P. ἑώρων... Φίλιππον... πᾶν ὅτι βουληθείη μέρος ἡ τύχη τοῦ σώματος παρελέσθαι τοῦτο προϊέμενον (Dem. 247).Member of the Boulé: Ar. and P. βουλευτής, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Member
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βουλευτής — councillor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλευτής — Πρόσωπο που εκλέγεται ως αντιπρόσωπος του λαού και μετέχει στο κοινοβούλιο. Την ονομασία αυτή συναντούμε ήδη στους ομηρικούς χρόνους, οπότε τα μέλη της βουλής, της σύναξης δηλαδή των προεστών που συναποφάσιζαν μαζί με τον βασιλιά για διάφορα… … Dictionary of Greek
βουλευτής — ο θηλ. βουλευτίνα αιρετός αντιπρόσωπος του λαού που παίρνει μέρος στη βουλή: Οι βουλευτές του νομού μας έθεσαν τα θέματα που μας αφορούν στη βουλή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βουλευτῆς — βουλευτός devised fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλευταῖς — βουλευτής councillor masc dat pl βουλευτός devised fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλευταί — βουλευτής councillor masc nom/voc pl βουλευτός devised fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλευτοῦ — βουλευτής councillor masc gen sg βουλευτός devised masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλευτῆ — βουλευτής councillor masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλευτῇ — βουλευτής councillor masc dat sg (attic epic ionic) βουλευτός devised fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλευτῇσι — βουλευτής councillor masc dat pl (epic ionic) βουλευτός devised fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλευτήν — βουλευτής councillor masc acc sg (attic epic ionic) βουλευτός devised fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)