-
1 βουπρηστις
См. также в других словарях:
βούπρηστις — poisonous beetle fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουπρήστις — η (Α βούπρηστις) γένος Κολεόπτερων Εντόμων αρχ. ονομασία για διάφορα Κολεόπτερα που προκαλούσαν κοιλιακό οίδημα στα βόδια, τα πρόβατα και λοιπά κατοικίδια φυτοφάγα … Dictionary of Greek
βουπρήστιδος — βούπρηστις poisonous beetle fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούπρηστιν — βούπρηστις poisonous beetle fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Neunfleckiger Prachtkäfer — (Buprestis novemmaculata) Systematik Klasse: Insekten (Insecta) … Deutsch Wikipedia