-
1 βοαγριον
См. также в других словарях:
βοάγριον — βοάγριον, το (Α) ασπίδα από δέρμα άγριου ταύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + άγριον < άγρα «κυνήγι, θήραμα» (πρβλ. ανδράγρια, τα). Η ετυμολόγηση < βους άγριος δεν φαίνεται πειστική] … Dictionary of Greek
βοάγριον — shield of wild bull s hide neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βοάγριον — Βοάγριος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοαγρίου — βοάγριον shield of wild bull s hide neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοαγρίων — βοάγριον shield of wild bull s hide neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοαγρίῳ — βοάγριον shield of wild bull s hide neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοάγρια — βοάγριον shield of wild bull s hide neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγρα — I Στην αρχαία Αθήνα, η αριστερά του Ιλισού περιοχή, από το Παναθηναϊκό στάδιο έως τη σημερινή οδό Αναπαύσεως περίπου. Στην αρχαία εποχή η περιοχή αυτή ήταν δασώδης και αφιερωμένη στη θεά του κυνηγιού Άρτεμη, που λεγόταν και Αγροτέρα. Η ονομασία Ά … Dictionary of Greek
βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 … Dictionary of Greek