Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βού-πρῳρος

См. также в других словарях:

  • κριόπρωρος — κριόπρῴρος, ον (Α) (για πλοίο) κριοπρόσωπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + πρῳρος (< πρώρα), πρβλ. βού πρωρος, ταυρό πρωρος] …   Dictionary of Greek

  • κυανόπρωρος — και κυανοπρῴρειος, ον, θηλ. και κυανοπρώειρα και κυανόπρῴρα (Α) (για πλοίο) αυτός που η πλώρη του έχει μαύρο χρώμα (α. «Ἕκτωρ ἴθυσε νεὸς κυανοπρῴροιο ἀντίος ἀΐξας», Ομ. Ιλ. β. «τὰς πέντε νέας κυανοπρῳρείους Αἰγύπτῳ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ… …   Dictionary of Greek

  • ταυρόπρωρος — ον, Α (για πλοίο) αυτός που ως διακόσμηση τής πλώρης έχει ένα κεφάλι ταύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + πρῳρος (< πρῷρα «πλώρη»), πρβλ. βού πρῳρος] …   Dictionary of Greek

  • υόπρωρος — ον, Α (για πλοίο) αυτό τού οποίου η πρώρα μοιάζει με το ρύγχος τού χοίρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς, ὑός «χοίρος» + πρῳρος (< πρῷρα «πλώρη»), πρβλ. βού πρῳρος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»