-
1 βού-πρωρος
βού-πρωρος, dasselbe, ἑκατόμβη Plut. Symp. 4, 4, 2; nach Hesych. ein Opfer von 100 Schafen, denen ein Ochse vorangeht; ähnl. ϑυσία, Eust.
-
2 βούπρῳρος
A with the forehead or face of an ox, S.Tr.13 (ap.Str.10.2.19; Laur. Ms. βούκρανος); β. πρόσωπα Philostr.
Jun.Im.4.II β. ἑκατόμβη offering of 100 sheep and one ox, SIG604.8 (Delph., ii B. C.), Plu.2.668c, Hsch.;β. θυσία Delph.3(2).66
; ἔπεμψαν Κεῖοι δωδεκηΐδα β. ταῦρον Dürrbach Choix d' Inscriptions de Délos p.183 (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βούπρῳρος
-
3 βούπρωρος
βού-πρωρος, ein Opfer von 100 Schafen, denen ein Ochse vorangeht -
4 βουπρωρος
21) с бычачьей головой(Ἀχελῷος Soph.)
2) с быком впередиβ. ἑκατόμβη Plut. — гекатомба из одного быка и 99 овец
См. также в других словарях:
κριόπρωρος — κριόπρῴρος, ον (Α) (για πλοίο) κριοπρόσωπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + πρῳρος (< πρώρα), πρβλ. βού πρωρος, ταυρό πρωρος] … Dictionary of Greek
κυανόπρωρος — και κυανοπρῴρειος, ον, θηλ. και κυανοπρώειρα και κυανόπρῴρα (Α) (για πλοίο) αυτός που η πλώρη του έχει μαύρο χρώμα (α. «Ἕκτωρ ἴθυσε νεὸς κυανοπρῴροιο ἀντίος ἀΐξας», Ομ. Ιλ. β. «τὰς πέντε νέας κυανοπρῳρείους Αἰγύπτῳ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ… … Dictionary of Greek
ταυρόπρωρος — ον, Α (για πλοίο) αυτός που ως διακόσμηση τής πλώρης έχει ένα κεφάλι ταύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + πρῳρος (< πρῷρα «πλώρη»), πρβλ. βού πρῳρος] … Dictionary of Greek
υόπρωρος — ον, Α (για πλοίο) αυτό τού οποίου η πρώρα μοιάζει με το ρύγχος τού χοίρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς, ὑός «χοίρος» + πρῳρος (< πρῷρα «πλώρη»), πρβλ. βού πρῳρος] … Dictionary of Greek