-
1 βουπαις
-
2 βούπαις
βούπαιςbig boy: masc nom sg -
3 βούπαις
IV = βουκόλος, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βούπαις
-
4 βούπαις
-
5 βούπαιδα
βούπαιςbig boy: masc acc sg -
6 βούπαιδας
βούπαιςbig boy: masc acc pl -
7 βούπαιδες
βούπαιςbig boy: masc nom /voc pl -
8 βούπαιδος
βούπαιςbig boy: masc gen sg -
9 βούπαισι
βούπαιςbig boy: masc dat pl -
10 bupaes
-
11 λαίσ-παις
-
12 ἔξ-ακμος
-
13 φιλοβουπαις
-
14 bupaes
-
15 βουποίητος
βου-ποίητος, ον,A = βούπαις 11, AP12.249 (Strat.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βουποίητος
-
16 λαίσπαις
λαίσ-παις· βούπαις, Λευκάδιοι, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαίσπαις
-
17 λαόπαις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαόπαις
-
18 φιλοβούπαις
A loving full-grown boys, AP12.255 (Strat.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοβούπαις
-
19 βουγάϊε
βουγάϊεGrammatical information: m.Meaning: `braggart'? (Ν 824, σ 79).Other forms: Schol. βουκαίεOrigin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: From prefix βου- as in βούβρωστις (s. v.), βουκόρυζα, βούπαις etc.; the second member to the pres. γαίω (cf. κύδεϊ γαίων)? The ᾱ is problematic (Zenodotus wrote βουγήϊε, Chantr. Gramm. hom. 1, 22). S. Latacz, Freude 129f.Page in Frisk: 1,257Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βουγάϊε
-
20 λα-
Meaning: augmentative prefix.Compounds: Only in isolated and rare words: λᾱ-καταπύγων (Ar. Ach. 664, λᾱ-- rhythm. lengthened?), λα-κατάρατος (Phot.; λακκ- cod.), λαπτυήρ σφοδρῶς πτύων, λάφωνοι [better λάφονοι?] λίαν ἄφωνοι H.; λαισ- in λαίσπαις βούπαις. Λευκάδιοι H (also λάσπαις [codd. λαοπαις]; λι- in λιπόνηρος λίαν πονηρός H.; cf. on λίαν. λαι- in PN, z. B. Λαι-κλῆς, Λαι-σποδίας (Bechtel Hist. Personennamen 273, Herrn. 50, 317)Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown. Wrong or uncertain combinations ( λάγνος, λαιψηρός a. o.) by Prellwitz Glotta 19, 116ff.Page in Frisk: 2,64Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λα-
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βούπαις — βούπαις, ο (Α) 1. μεγάλο παιδί, παληκαρόπουλο 2. γέννημα αγελάδας (για τις μέλισσες που προήλθαν από αγελάδα κατά τη μυθολογία). [ΕΤΥΜΟΛ. < βου επιτατικό (< βους) + παις (πρβλ. βουκόρυζα, βουμελία κ.ά.] … Dictionary of Greek
βούπαις — big boy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούπαιδα — βούπαις big boy masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούπαιδας — βούπαις big boy masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούπαιδες — βούπαις big boy masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούπαιδος — βούπαις big boy masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βούπαισι — βούπαις big boy masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TITYUS — Iovis filius ex Elara Orchomeni filia, quam cum Iuppiter compressislet, gravidamque reddidislet, veritus Iunonis indignationem, inter terrae viscera eam occoltavit; instante vero legitimô partus tempore, Elara mirae magnitudinis puerum enixa est … Hofmann J. Lexicon universale
έξακμος — ἔξακμος, ο (Α) [ακμή] βούπαις, μεγαλόσωμο παιδί που δεν είναι ακόμη τέλειος άντρας … Dictionary of Greek
βουκόρυζα — βουκόρυζα, η (Α) ισχυρός ρινικός κατάρρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βου επιτατικό < βους + κόρυζα «μύξα». Στη λ. βουκόρυζα το α συνθετικό βου έχει τη σημ. «μεγάλος» (πρβλ. βουμελία, βούπαις)] … Dictionary of Greek
βουμελία — βουμελία, η (Α) είδος μεγάλης μελίης, φλαμουριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < βου επιτατικό (< βους) + μελία «φλαμουριά» (πρβλ. βουκόρυζα, βούπαις κ.ά.)] … Dictionary of Greek