Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

βούπαις

См. также в других словарях:

  • βούπαις — βούπαις, ο (Α) 1. μεγάλο παιδί, παληκαρόπουλο 2. γέννημα αγελάδας (για τις μέλισσες που προήλθαν από αγελάδα κατά τη μυθολογία). [ΕΤΥΜΟΛ. < βου επιτατικό (< βους) + παις (πρβλ. βουκόρυζα, βουμελία κ.ά.] …   Dictionary of Greek

  • βούπαις — big boy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούπαιδα — βούπαις big boy masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούπαιδας — βούπαις big boy masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούπαιδες — βούπαις big boy masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούπαιδος — βούπαις big boy masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούπαισι — βούπαις big boy masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • TITYUS — Iovis filius ex Elara Orchomeni filia, quam cum Iuppiter compressislet, gravidamque reddidislet, veritus Iunonis indignationem, inter terrae viscera eam occoltavit; instante vero legitimô partus tempore, Elara mirae magnitudinis puerum enixa est …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έξακμος — ἔξακμος, ο (Α) [ακμή] βούπαις, μεγαλόσωμο παιδί που δεν είναι ακόμη τέλειος άντρας …   Dictionary of Greek

  • βουκόρυζα — βουκόρυζα, η (Α) ισχυρός ρινικός κατάρρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βου επιτατικό < βους + κόρυζα «μύξα». Στη λ. βουκόρυζα το α συνθετικό βου έχει τη σημ. «μεγάλος» (πρβλ. βουμελία, βούπαις)] …   Dictionary of Greek

  • βουμελία — βουμελία, η (Α) είδος μεγάλης μελίης, φλαμουριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < βου επιτατικό (< βους) + μελία «φλαμουριά» (πρβλ. βουκόρυζα, βούπαις κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»