-
1 βουποίητος
βου-ποίητος, ον,A = βούπαις 11, AP12.249 (Strat.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βουποίητος
См. также в других словарях:
ιπποποίητος — ἱπποποίητος, ον (Α) αυτός που προξενήθηκε από άλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππό) * + ποίητος (< ποιῶ), πρβλ. βου ποίητος, χειρο ποίητος] … Dictionary of Greek