Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βου-κράνιον

См. также в других словарях:

  • κιονόκρανο — Τμήμα του κίονα (κολόνας) το οποίο παρεμβάλλεται ανάμεσα στον κορμό και στο επιστήλιο. Βλ. λ. κίονας. Δείγμα ρομανικού κιονόκρανου (Αίθριο του αβαείου του Μουασάκ, Γαλλία). Κιονόκρανο της υστεροβυζαντινής περιόδου (Κρύπτη του Αγίου Ιωάννη,… …   Dictionary of Greek

  • λέκρανα — λέκρανα, τὰ (Α) (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) αγκώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠλέκρανα (με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος) < * ὠλενό κρανα, με συλλαβική ανομοίωση < ὠλένη + κρανον (< * κρανον, πρβλ. κρανίον), πρβλ. βού κρανον] …   Dictionary of Greek

  • λεοντόκρανον — λεοντόκρανον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «Ἀμαζονικὸν ὅπλον». [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + κρανον (< *κρανον, βλ. κρανίον), πρβλ. βού κρανον, κιονό κρανον] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»