-
1 βουνιάς
-
2 βουνιας
-
3 βουνιάς
βουνιάςFrench turnip: fem nom sg -
4 βουνιάς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βουνιάς
-
5 βουνιάς
-
6 βουνιάδα
βουνιάςFrench turnip: fem acc sg -
7 βουνιάδας
βουνιάςFrench turnip: fem acc pl -
8 βουνιάδι
βουνιάςFrench turnip: fem dat sg -
9 βουνιάδος
βουνιάςFrench turnip: fem gen sg -
10 βουνιάσιν
βουνιάςFrench turnip: fem dat pl -
11 bunias
-
12 βουνός
Grammatical information: m.Meaning: `hill' (Hdt.).Other forms: βουνός στιβάς, κύπριοι H.Derivatives: βοῦνις f. `hilly' (A.; cf. θοῦρις Schwyzer 464). Plant names βουνιάς `Brassica napus' (Agatharch.) and βούνιον `Bunium ferulaceum' (Dsc.), cf. Strömberg Pflanzennamen 117. βουνίτης epithet of Pan, but reinterpreted as containing βοῦς; Dor. βωνίτης, Redard, Noms en - της 39; also βωνίτης.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Acc. to Hdt. 4, 199 Cyrenaean, but the word is Dorian (Solmsen, Berliner Phil. Wochenschrift 1906, 756f.). A dialectal word that was spread in Hellenistic times (DELG). - Fur. 08, 213 cites μουνιάς, μουνιαδικόν as variants of βουνιάς, which may points to Pre-Gr. origin. He further adduces Basque muno `hill'. Further he refers to προύνους βουνοὺς H. - Fur. 213 n. 53 thinks that βουνός στιβάς (`bed of straw') derives from βῡ́νω(?)Page in Frisk: 1,260Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βουνός
-
13 bunias
-
14 bunias
-
15 турнепс
-а α.η γογγυλοκράμβη, το γογγύλι, βουνιάς. -
16 μουνιαδικόν
μουνιᾰδικόν, τό,A = βουνιάς, prob. in Edict.Diocl.6.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μουνιαδικόν
-
17 ῥάφυς
См. также в других словарях:
βουνιάς — French turnip fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουνιάδα — βουνιάς French turnip fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουνιάδας — βουνιάς French turnip fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουνιάδι — βουνιάς French turnip fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουνιάδος — βουνιάς French turnip fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουνιάσιν — βουνιάς French turnip fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγριοβλάσταρο — Κοινή ονομασία του φυτού γνωστού επιστημονικώς ως βουνιάς η ερακώδης της οικογένειας των σταυρανθών. Είναι πόα μονοετής, τριχωτή με αδένες, ύψους 20 60 εκ., και έχει άνθη κίτρινα, με μικρό βότρυ. Οι τρυφεροί βλαστοί του τρώγονται ως λαχανικά στην … Dictionary of Greek
βρούβα — Μονοετής πόα της οικογένειας των σταυρανθών. Είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία βουνιάς η ερουκώδης. Αναπτύσσει πολύκλαδο στέλεχος ύψους 30 60 εκ., με φύλλα επιφυή, προμήκη, ακέραια ή οδοντωτά, ενώ τα κατώτερα φύλλα είναι πτεροσχιδή, κατά… … Dictionary of Greek
μουνιάς — μουνιάς, ἡ (Α) μουνιαδικόν*, βουνιάς … Dictionary of Greek
μουνιαδικόν — μουνιαδικόν, τὸ (Α) [μουνιάς] το μονοετές ποώδες φυτό βουνιάς, τής οικογένειας τών σταυρανθών, τού οποίου το είδος erucago απαντά και στην Ελλάδα και οι βλαστοί του, γνωστοί ως βρούβες ή αγριοβλάσταρα, τρώγονται ως λαχανικό … Dictionary of Greek
αγριογαλιά — Κοινή ονομασία δύο φυτών. Το ένα είναι η καμπανούλα η κλαδώδης της οικογένειας των καμπανουλιδών. Ο βλαστός της έχει ύψος 30 εκ., με πολλά κλαδιά. Τα κατώτερα φύλλα της είναι μακρουλά και τα ανώτερα ωοειδή. Τα άνθη της είναι ιώδη με μακρύ ποδίσκο … Dictionary of Greek