Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βουλ-ηγόρος

См. также в других словарях:

  • πυλαγόρας — και πυλαγόρος και πυλάγορος και πυληγόρος, ὁ, Α 1. συν. στον πληθ. οἱ πυλαγόραι οι τρεις αντιπρόσωποι κάθε πόλης στο αμφικτιονικό συνέδριο οι οποίοι υπεράσπιζαν τα συμφέροντα τής πόλης από την οποία εξελέγησαν 2. (κατά τον Ησύχ.) «πυληγόροι… …   Dictionary of Greek

  • πυματηγόρος — ον, Α αυτός που μιλά τελευταίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύματος «έσχατος, τελευταίος» + ηγορος (< ἀγορά / ἄγορος), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. βουλ ηγόρος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»