-
1 βουλ-ηγόρος
βουλ-ηγόρος, im Senate sprechend, Poll. 4, 25.
-
2 βουληγόρος
βουλ-ηγόρος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βουληγόρος
-
3 βουληγόρος
См. также в других словарях:
πυλαγόρας — και πυλαγόρος και πυλάγορος και πυληγόρος, ὁ, Α 1. συν. στον πληθ. οἱ πυλαγόραι οι τρεις αντιπρόσωποι κάθε πόλης στο αμφικτιονικό συνέδριο οι οποίοι υπεράσπιζαν τα συμφέροντα τής πόλης από την οποία εξελέγησαν 2. (κατά τον Ησύχ.) «πυληγόροι… … Dictionary of Greek
πυματηγόρος — ον, Α αυτός που μιλά τελευταίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύματος «έσχατος, τελευταίος» + ηγορος (< ἀγορά / ἄγορος), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. βουλ ηγόρος)] … Dictionary of Greek