-
1 βουλιμιάω
A suffer from βουλιμία, Ar.Pl. 873, X.An.4.5.7, Arist.Pr. 887b38, Erasistr. ap.Gell.16.3.10, Plu.Brut.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βουλιμιάω
См. также в других словарях:
-ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… … Dictionary of Greek