-
1 βουλά
βουλά̱, βουλήwill: fem nom /voc /acc dualβουλά̱, βουλήwill: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 βουλα
-
3 βουλά
-
4 βουλᾷ
-
5 βουλά
βουλά (-άν; -αί, -ᾶν, -αῖς, -αῖσιν)a sing., plan, course of actionοὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν N. 10.89
b pl., counsels, designs, deliberationsἀναπλέκοντι καὶ στεφάνους βουλαῖς ἐν ὀρθαῖσι Ῥαδαμάνθυος O. 2.75
αὐτὸν δαιμόνων βουλαῖσιν ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.46
χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοιςδαιμόνων βουλαῖς I. 4.19
ἢ ἀμφὶ πυκναῖς Τειρεσίαο βουλαῖς; (sc. θυμὸν τεὸν εὔφρανας) I. 7.8 ]ν ὀρθαι τε β[ουλ]αι τοῦτον[ (supp. Lobel) Θρ. 4. 16. esp. opp. to action and youth,βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι ἀκίνδυνον ἐμοὶ ἔπος παρέχοντι P. 2.65
κλέπτει τέ μιν οὐ θεὸς οὐ βροτὸς ἔργοις οὔτε βουλαῖς P. 3.30
θανέμεν χείρεσσιν ἢ βουλαῖς ἀκνάμπτοις P. 4.72
ἐν παισὶν νέος, ἐν δὲ βουλαῖς πρέσβυς P. 4.282
καὶ τὸ λοιπὸν ὁμοῖα διδοῖτ' ἐπ ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς ἔχειν P. 5.119
Ἡσυχία βουλᾶν τε καὶ πολέμων ἔχοισα κλαῖδας ὑπερτάτας P. 8.3
πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.27
ἔβλαστεν δ' υἱὸς Οἰνώνας βασιλεὺς χειρὶ καὶ βουλαῖς ἄριστος (τουτέστι, ἀνδρείᾳ καὶ φρονήσει. Σ.) N. 8.8 ἔνθα βουλαὶ γερόντων καὶ νεῶν ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί fr. 199. -
6 βούλα
η см. βούλλα -
7 βούλα
bulle -
8 βούλα
1) bull2) seal3) spotΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > βούλα
-
9 βουλ'
βουλά̱, βουλήwill: fem nom /voc /acc dualβουλά̱, βουλήwill: fem nom /voc sg (doric aeolic)βουλαί, βουλήwill: fem nom /voc pl -
10 βουλαφόροι
βουλᾱφόροι, βουληφόροςcounselling: masc /fem nom /voc pl (doric) -
11 βουλάν
βουλά̱ν, βουλήwill: fem acc sg (doric aeolic) -
12 βουλάς
βουλά̱ς, βουλήwill: fem acc pl -
13 βουλη
дор. βουλά и βωλά, эол. βόλλα ἥ1) воля, желание, решение, замысел(Διὸς ἐτελείετο β. Hom.)
2) мнение, намерение(τούτοις οὐκ ἔστι κοινέ β. Plat.)
3) совет, наставление(ἀγαθή Hom.; ὀρθότης βουλῆς Arst.)
λαβεῖν τι βουλαῖς τινος Soph. — достигнуть чего-л. благодаря чьим-л. советам4) размышление, обсуждение(περί и ὑπέρ τινος Plat., Dem.)
ἐν βουλῇ ἔχειν τι Hom. — обсуждать что-л.;βουλέν διδόναι Her. — обдумывать, Xen. давать время на размышление5) совещание, совет, совещательный орган(γερόντων Hom.; βουλέν καταρρίψαι Aesch.; ἥ ἐν Ἐπιοάμνῳ β. Arst.)
6) ( в Афинах)(тж. ἥ β. τῶν πεντακοσίων Arst. или ἥ β. οἱ πεντακόσιοι Aeschin.) Совет Пятисот, буле, государственный совет ( решения которого должно было утверждать народное собрание - ἐκκλησία или δῆμος)
βουλῆς εἶναι Thuc. — быть членом Совета Пятисот7) (преимущ. ἥ ἐν Ἀρείῳ πάγῳ β. Xen., Aeschin., Arst., Plut., тж. ἥ ἄνω β. Plut.) Ареопаг, высшее судилище ( в Афинах),8) поздн. (в Риме, тж. σύγκλητος) сенат -
14 пломбировать
1. (запечатывать что-л., накладывать пломбу) σφραγίζω, βάζω βούλα 2 (зуб) σφραγίζω (το δόντι).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пломбировать
-
15 крапиика
кра́пиик||аж ἡ βοῦλα, τό στίγμα:в \крапиикау μέ βοῦλες· с \крапиикаами στικτός, μέ βοῦλες. -
16 пломбировать
пломбир||оватьнесов1. (зубы) βάζω βούλα, σφραγίζω·2. (дверь и т. п.) σφραγίζω. -
17 побуждение
побужд||ениес ἡ παρακίνηση [-ις], ἡ παρότρυνση [-ις], ἡ παρόρμηση, τό κίνητρο:по собственному \побуждениеению αὐτό-βουλα [-ως], ἀφ' ἐαυτοῦ· из личных \побуждениеений ἀπό προσωπικά κίνητρα -
18 βαβούλα
η, βά βούλα ς ο жук -
19 dot
-
20 spot
[spot] 1. noun1) (a small mark or stain (made by mud, paint etc): She was trying to remove a spot of grease from her skirt.) κηλίδα,λεκές2) (a small, round mark of a different colour from its background: His tie was blue with white spots.) βούλα,στίγμα,πουά3) (a pimple or red mark on the skin caused by an illness etc: She had measles and was covered in spots.) εξάνθημα,σπιθούρι4) (a place or small area, especially the exact place (where something happened etc): There was a large number of detectives gathered at the spot where the body had been found.) σημείο,τόπος5) (a small amount: Can I borrow a spot of sugar?) μικρή ποσότητα,στάλα2. verb1) (to catch sight of: She spotted him eventually at the very back of the crowd.) διακρίνω2) (to recognize or pick out: No-one watching the play was able to spot the murderer.) εντοπίζω•- spotless- spotlessly
- spotlessness
- spotted
- spotty
- spottiness
- spot check
- spotlight 3. verb1) (to light with a spotlight: The stage was spotlit.)2) (to show up clearly or draw attention to: The incident spotlighted the difficulties with which we were faced.)•- on the spot
- spot on
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βουλά — βουλά̱ , βουλή will fem nom/voc/acc dual βουλά̱ , βουλή will fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βούλα — Sp Vulà Ap Βούλα/Voula L Atika, Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
βούλα — η (λ. λατ.) 1. σφραγίδα: Βάλε τη βούλα σου στο γράμμα. 2. το σήμα που αφήνει η σφραγίδα. 3. κηλίδα, σημάδι, κυκλικό στίγμα: Ο σκύλος ήταν άσπρος με μαύρες βούλες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βούλα — Πόλη (25.532 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου και υπάγεται διοικητικά στη νομαρχία Ανατολικής Αττικής. Η Β., που είναι προάστιο της Αθήνας (20 χλμ. ΝΑ του κέντρου της πρωτεύουσας), διαθέτει πλαζ, καθώς βρίσκεται σε μία… … Dictionary of Greek
βουλᾷ — βουλή will fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζουμπουλάκη, Βούλα — (Κάιρο 1930 –). Ηθοποιός του θεάτρου. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου, στη σχολή μονωδίας του Εθνικού Ωδείου, καθώς επίσης και στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πρωτοεμφανίστηκε στη Λυρική Σκηνή στον Χορό μεταμφιεσμένων… … Dictionary of Greek
Μάστορη, Βούλα — (Αγρίνιο 1945 –). Λογοτέχνης. Οι γονείς της, Μικρασιατικής καταγωγής, εγκαταστάθηκαν στο Αγρίνιο μετά την καταστροφή του 1922, ενώ η ίδια ζει στην Αθήνα από το 1952. Ασχολείται ιδιαίτερα με την παιδική λογοτεχνία (από το 1974), ενώ από το 1993… … Dictionary of Greek
βουλ' — βουλά̱ , βουλή will fem nom/voc/acc dual βουλά̱ , βουλή will fem nom/voc sg (doric aeolic) βουλαί , βουλή will fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλαφόροι — βουλᾱφόροι , βουληφόρος counselling masc/fem nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλάν — βουλά̱ν , βουλή will fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλάς — βουλά̱ς , βουλή will fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)