Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

βουλιάζω

См. также в других словарях:

  • βουλιάζω — βουλιάζω, βούλιαξα, βουλιαγμένος βλ. πίν. 23 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βουλιάζω — και βουλώ 1. βυθίζω, καταποντίζω 2. βυθίζομαι, καταποντίζομαι 3. εξολοθρεύω, καταστρέφω 4. καταστρέφομαι οικονομικά ή ηθικά 5. (για περιοχή) υποχωρώ, κατακαθίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βουλιάζω είτε προήλθε < βολίζω* («ρίχνω τη βολίδα, εξετάζω το βάθος… …   Dictionary of Greek

  • βουλιάζω — ιαξα, ιάχτηκα, βουλιαγμένος 1. καταποντίζω, βυθίζω: Το καράβι βούλιαξε κατά τη διάρκεια της μεγάλης φουρτούνας. 2. κατακρημνίζω: Η στέγη βούλιαξε από τα χιόνια. 3. μτφ., καταστρέφω κάποιον ηθικά ή οικονομικά: Οι ασωτίες της γυναίκας του τον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουλίζω — 1. βουλιάζω, βυθίζομαι 2. (η παθ. μτχ. ως επίθ.) βουλισμένος, η, ο εκείνος που είθε να βουλιάξει, να καταστραφεί, ο καταραμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βολίζω «ρίχνω τη βολίδα, εξετάζω το βάθος της θάλασσας» (πρβλ. και μσν. βολίζομαι «βυθίζομαι»), βλ. και …   Dictionary of Greek

  • -γος — [ΕΤΥΜΟΛ. Κατάληξη συνθέτων στερητικών επιθέτων με παθητική σημασία που δηλώνουν εκείνον που δεν έχει πάθει ό,τι εκφράζει το ρήμα. Το επίθημα σε γος εμφανίστηκε αρχικά σε επίθετα προερχόμενα από ουσιαστικά ή ρήματα που έχουν το γ στο θέμα τους… …   Dictionary of Greek

  • αβούλιαχτος — και αβούλιαγος, η, ο [βουλιάζω] 1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να βυθιστεί, αβύθιστος 2. αυτός που δεν έπαθε καθίζηση, δεν κατέπεσε ή δεν γκρεμίστηκε …   Dictionary of Greek

  • βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» …   Dictionary of Greek

  • βαλτώνω — [βάλτος] 1. (για περιοχές) μεταβάλλομαι σε βάλτο 2. βυθίζομαι σε βάλτο ή λάσπη 3. βυθίζομαι, βουλιάζω («βάλτωσε στα χρέη» είναι καταχρεωμένος) …   Dictionary of Greek

  • βαφτίζω — (AM βαπτίζω) 1. (για ιερέα) τελώ το μυστήριο του βαπτίσματος 2. βυθίζω σε νερό ή άλλο υγρό («βάφτισε ο παπάς τον σταυρό στη λεκάνη», «ὁ διάβολος βαπτίσας τὸν ἀκροατήν ὕπνῳ») μσν. νεοελλ. 1.βαφτίζω κάποιον ως ανάδοχος («αναδέχομαι εκ της… …   Dictionary of Greek

  • βουλώ — βλ. βουλιάζω …   Dictionary of Greek

  • δείελος — δείελος, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δειλινό («δείελον ἦμαρ», «δείελος ὥρη») 2. ως ουσ. α) το δειλινό (α. «ποτὲ δείελον» β. «ὑπὸ δείελον» κατά το δειλινό) β) δειελίη το βραδινό φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»