-
1 βουβώνες
-
2 βουβῶνες
-
3 βουβωνιασκόπος
βουβων-ιασκόπος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βουβωνιασκόπος
-
4 ἀγμείονες
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγμείονες
См. также в других словарях:
βουβώνες — Η περιοχή του σώματος που απλώνεται στο μήκος της βουβωνικής πτυχής, που σχηματίζεται με την κάμψη του μηρού προς την κοιλιά. βουβωνική πανώλη. Μορφή πανούκλας. Οφείλεται στο λεγόμενο πανωλικό βακτηρίδιο. Στον άνθρωπο μπορεί να μεταδοθεί κυρίως… … Dictionary of Greek
βουβῶνες — βουβών groin masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αζάλικας — και ατζάλικας, ο 1. το μπροστινό πάνω μέρος τού μηρού, ριζομέρι 2. αδενίτιδα στους βουβώνες ή στις μασχάλες και οι ίδιοι οι βουβώνες ή η μασχάλη … Dictionary of Greek
αζαλικώνομαι — [αζάλικας] έχω πρήξιμο στις μασχάλες ή στους βουβώνες … Dictionary of Greek
βουβωνικός — ή, ό (Μ βουβωνικός, ή, όν, Α βουβωνιακός, ή, όν) [βουβών] αυτός που ανήκει στους βουβώνες ή αναφέρεται σ αυτούς («βουβωνικὴ χώρα», «βουβωνικὴ κήλη», «βουβωνικὸς πόρος», «βουβωνική πανώλης») μσν. φρ. «βουβωνικὸν πάθος» η πανούκλα … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
μικροπολυαδενοπάθεια — η ιατρ. μικρού βαθμού ανώδυνη υπερτροφία τών λεμφογαγγλίων σε πολλές περιοχές τού σώματος, όπως λ.χ. στον λαιμό, στις μασχάλες, στους βουβώνες … Dictionary of Greek
οπισθοβουβωνικός — ή, ό αυτός που βρίσκεται πίσω από τους βουβώνες … Dictionary of Greek
φύγεθρον — και δ. γρφ. φύγεθλον, τὸ, ΜΑ φλεγμονή και εξοίδηση τών αδένων και, ιδίως, αυτών που βρίσκονται στις μασχάλες και στους βουβώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φύγεθρον / φύγεθλον ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα *bhl u της ρίζας *bhl eu «φουσκώνω, πρήζομαι, ρέω … Dictionary of Greek