Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βουβάλιον

См. также в других словарях:

  • βουβάλιον — βουβάλιον, το (AM) 1. είδος άγριου αγγουριού 2. πληθ. βουβάλια, τα είδος βραχιολιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχτηκε ότι βουβάλιον < βου επιτατικό (< βους) + βάλλω, πιθ. από συσχετισμό προς τη βίαιη πτώση του ώριμου καρπού από το δέντρο με το… …   Dictionary of Greek

  • βουβάλιον — bracelets neut nom/voc/acc sg βουβάλιος bracelets masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουβάλια — βουβάλιον bracelets neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουβαλίων — βούβαλις antelope fem gen pl (epic doric ionic aeolic) βουβάλιον bracelets neut gen pl βουβάλιος bracelets masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουβάλι' — βουβάλιι , βούβαλις antelope fem dat sg (epic doric ionic aeolic) βουβάλιε , βούβαλις antelope fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic aeolic) βουβάλια , βουβάλιον bracelets neut nom/voc/acc pl βουβάλιε , βουβάλιος bracelets masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»