-
1 βούβαστις
βούβαστις, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βούβαστις
См. также в других словарях:
βουβαστικά — βουβαστικά, τα (Α) [βούβαστις] φάρμακα για τη θεραπεία την πόνων στη βουβωνική χώρα … Dictionary of Greek
1 βούβαστις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βούβαστις
βουβαστικά — βουβαστικά, τα (Α) [βούβαστις] φάρμακα για τη θεραπεία την πόνων στη βουβωνική χώρα … Dictionary of Greek