Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βουή

См. также в других словарях:

  • βουή — η η βοή …   Dictionary of Greek

  • βουή — η βλ. βοή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βοή — βοή, η και βουή, η 1. συγκεχυμένος, συνεχής, σταθερός ήχος, θόρυβος, βόμβος: Η βουή του δρόμου ακουγόταν ως το σπίτι μου. 2. κακή φήμη: Αλίμονο στον άνθρωπο που θα του βγει βοή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Domenica — (band) redirects here. For the Canadian heavy metal band, see Domenica (Canadian band). Domenica is a popular Greek rock band that was formed in Athens, in 1994. Contents 1 Releases 2 Awards 3 See also …   Wikipedia

  • βοή — και βουή, η (AM βοή, Α και βοά, δωρ. τ.) 1. δυνατή φωνή, δυνατός ήχος 2. κραυγή, ιδίως θρηνητική 3. συγκεχυμένος θόρυβος 4. υπόκωφος, βαρύς ήχος 5. ο ήχος των κυμάτων νεοελλ. 1. βόμβος, βούισμα 2. δυσφήμηση 3. (σε κατάρα) ξαφνικό κακό αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • βουερός — ή, ό [βουή] 1. αυτός που παράγει βοή («το βουερό ακρογιάλι») 2. ο γεμάτος βοή («στου καφενείου του βουερού το μέσα μέρος») …   Dictionary of Greek

  • μυριόηχος — η, ο αυτός που έχει αναρίθμητους και ποικίλους ήχους («η βουή χιλιόφωνη και μυριόηχη εκατρακυλούσεν από μακρινές αποστάσεις», (Καρκαβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ἦχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • σεισμός — Κατάσταση σφοδρής και ταχύτατης δόνησης μεγάλων ή μικρών τμημάτων του φλοιού της Γης, που προέρχεται από ενδογενή αίτια. Όταν σε μια ζώνη του εσωτερικού της Γης συμβεί μια απρόβλεπτη διατάραξη της ισοστατικής ισορροπίας των μαζών, με σύγχρονη… …   Dictionary of Greek

  • αβούιχτος — αβούιχτος, η, ο και αβούιστος, η, ο αυτός που δεν έκανε βουή, θόρυβο, ύπουλος: Τον βρήκε βόλι αβούιχτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλαλαγμός — αλαλαγμός, ο και αλαλαγή, η δυνατή κραυγή, οχλοβοή, μεγάλος θόρυβος: Τι βουή, τι αλαλαγμός ήταν αυτός! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βόμβος — ο 1. ήχος συνεχής και σταθερός, βουή, βουητό: Δεν μπόρεσα να κοιμηθώ από το βόμβο των εντόμων. 2. το βούισμα των αυτιών: Είχε ένα συνεχή βόμβο στ’ αυτιά του μετά την έκρηξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»