-
1 βοτήρ
βοτήρ, ῆρος, ὁ, Hirt, Od. 15, 504 ( ἅπαξ εἰρημ.); Aesch. Eum. 187; Soph. O. R. 837 u. öfter; οἰωνῶν βοτήρ, Vogelschauer, Aesch. Spt. 24; κύων, Hirtenhund, Soph. Ai. 290. Auch in sp. Prosa, Dion. H. 2, 2 Plut. Rom. 7.
-
2 βοτήρ
βοτήρ, Hirt; οἰωνῶν βοτήρ, Vogelschauer; κύων, Hirtenhund -
3 μηλο-βοτήρ
μηλο-βοτήρ, ῆρος, ὁ, der Schaafhirt, Schäfer, Il. 18, 529 u. sp. D., wie Coluth. 156.
-
4 ληϊ-βοτήρ
ληϊ-βοτήρ, ῆρος, ὁ, der die Saat verwüstet, VLL.
-
5 βοτής
βοτής, ὁ, = βοτήρ, E. M.
-
6 μάντις
μάντις, εως, ion. ιος, ὁ, 1) der W ahr sag er, Prophet; μάντιν ἐρείομεν Il. 1, 62, öfter; μάντι κακῶν, Unglücksprophet, 1, 106; zu den δημιοεργοί gerechnet, neben ἰητήρ u. τέκτων, Od. 17, 384; Pind., der auch μάντις ἀνήρ vrbdt, I. 5, 49, u. es als fem. braucht, μάντιν κόραν, P. 11, 33; ὡς ὁ μάντις φησίν, οἰωνῶν βοτήρ, Aesch. Spt. 24, u. öfter in diesem Stücke von Amphiaraus. Apollon selbst, Ag. 1175, wie Ch. 552; auch μάντις ὁὐξ ὀνειράτων φόβος, 916, wie τάχ' ἂν γένοιτο μάντις ἡ 'ννοία τινί, Spt. 402; Soph. oft, μάντις οὐδεὶς τῶν καϑεστώτων βροτοῖς, Ant. 1145, vgl. οὐδεὶς μάντις τῶν μελλόντων, Ai. 1398; er braucht es auch adj., τοῦδε μάντεως χοροῦ, frg. 116; fem. ist es Eur. Med. 234 Hipp. 346; auch γνώμη ἀρίστη μάντις, Mel. 763. – Auch in Prosa, Her., der οἱ μάντιες, τοὺς μάντιας sagt; καὶ χρησμολόγοι, Thuc. 8, 1; Plat. öfter, αἰνιγματωδέστερον ὡς μάντις λέγει Charm. 164 e, καὶ ἱερεῖς Legg. X, 885 d, καὶ ἐξηγηταί IX, 871 d, καὶ χρησμῳδοί Ion 534 e; er leitet es gewiß richtig von μαίνομαι ab, Tim. 72 b, denn der Seher weissagt von Gott begeistert, verzückt; auch bei Xen. bes. die aus den Eingeweiden der Opferthiere weissagen, vgl. An. 1, 7, 18. 4, 3, 18; Sp., ἀγυρτικός Plut. Lyc. 9. – 2) ἡ μ., eine Heuschrecken- od. Cicadenart, sonst καλαμαία, Theocr. 10, 18. – Auch der grüne Garten- od. Laubfrosch heißt so, als der Wetterprophet, Hesych. – Bei Nic. Ath. IX, 370 a eine Art Kohl.
-
7 ληϊβοτήρ
ληϊ-βοτήρ, ῆρος, ὁ, der die Saat verwüstet -
8 μηλοβοτήρ
μηλο-βοτήρ, ῆρος, ὁ, u. μηλο-βότης, ὁ, der Schafhirt, Schäfer
См. также в других словарях:
βοτήρ — βοτήρ, ο (AM) (Μ θηλ. βότειρα, η) ο βοσκός αρχ. φρ. 1. «οἰωνῶν βοτήρ» οιωνοσκόπος 2. «κύων βοτήρ» ποιμενικός σκύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βο , βόσκω. Το θηλ. βότειρα μαρτυρείται στον Ευστ. ως προσωνυμία της Δήμητρας, ενώ το βότειρα εμφανίζεται σε… … Dictionary of Greek
βοτήρ — herdsman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτῆρ' — βοτῆρα , βοτήρ herdsman masc acc sg βοτῆρι , βοτήρ herdsman masc dat sg βοτῆρε , βοτήρ herdsman masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτῆρα — βοτήρ herdsman masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτῆρας — βοτήρ herdsman masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτῆρες — βοτήρ herdsman masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτῆρι — βοτήρ herdsman masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτῆρος — βοτήρ herdsman masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτῆρσιν — βοτήρ herdsman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτήρων — βοτήρ herdsman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληιβοτήρ — ληϊβοτήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. ληϊβότειρα (Α) αυτός που κατατρώγει, που καταστρέφει τα σπαρτά («πάντας ὀδόντας γναθμῶν ἐξελάσαιμι συὸς ὣς ληϊβοτείρης», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λήϊον «σπαρτά στην ακμή τους» + βοτήρ (< θ. βο τού βόσκω), πρβλ. μηλο… … Dictionary of Greek