-
1 βοτρύδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοτρύδιον
См. также в других словарях:
καχρύδια — καχρύδια, τὰ (Α) 1. κόκκοι καβουρντισμένου κριθαριού 2. καθετί που είναι καβουρντισμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάχρυς + υποκορ. κατάλ. ύδιον (πρβλ. βοτρ ύδιον, καρ ύδιον)] … Dictionary of Greek