-
1 βοσκός
βοσκός, ὁ, der Weidende, Hirt, Aesop.; Myrin. 3 (VII, 703).
-
2 βοσκός
βοσκός, der Weidende, Hirt -
3 πρό-βοσκος
πρό-βοσκος, ὁ, der die Heerde hinaus auf die Weide Treibende, Her. 1, 113, nicht, wie gew. erklärt wird, der an eines Andern Statt hütende Unterhirte.
-
4 προβατο-βοσκός
προβατο-βοσκός, ὁ, Schafhirt, Hesych.
-
5 παιδο-βοσκός
παιδο-βοσκός, Kinder, Knaben hütend, Luc. Lexiph. 13, geziertes Wort.
-
6 πορνο-βοσκός
πορνο-βοσκός, Huren haltend, subst. der Hurenwirth; ὑπὸ πορνοβοσκῷ εἶναι, Dem. 59, 30; Aesch. 1, 188; Ath. u. A.
-
7 πολύ-βοσκος
πολύ-βοσκος, viel weidend, nährend, γαῖα Pind. Ol. 7, 63.
-
8 χειρο-βοσκός
χειρο-βοσκός, wie χειρόβιος, sich von der Hände Arbeit nährend, Poll. 7, 7.
-
9 χιονο-βοσκός
χιονο-βοσκός, Schnee nährend, vom Schnee genährt, λειμών Aesch. Suppl. 554, wo man wohl richriger χιονόβοσκος accentuirt.
-
10 χοιρο-βοσκός
χοιρο-βοσκός, ὁ, der Schweinemäster, Schweinehirt, Schol. Il. 21, 282.
-
11 χηνο-βοσκός
χηνο-βοσκός, Gänse fütternd, haltend, Cratin. bei Ath. VII, 384 b.
-
12 κραιπαλό-βοσκος
κραιπαλό-βοσκος, δίψα, vom Rausche genährter, daraus herrührender Durst, Sopat. bei Ath. XI, 784 b.
-
13 καμηλο-βοσκός
καμηλο-βοσκός, Kameele fütternd, haltend, Strab. XVI, 768.
-
14 γηρο-βοσκός
γηρο-βοσκός, im Alter, bes. die Eltern ernährend, Soph. Ai. 570; Eur. Suppl. 948; Xen. Oec. 17, 12; Hy perid. bei Poll. 2, 14; τῇ μητρὶ ἀποδοῦναι γηροβοσκοὺς χάριτας Dion. Hal. 8, 47; ἐλπίδες, Hoffnung, im Alter ernährt zu werden, 8, 51.
-
15 βοο-βοσκός
βοο-βοσκός, ὁ, Ochsenhirt, Suid.
-
16 ὀρνῑθο-βόσκος
ὀρνῑθο-βόσκος, Vögel, Hühner fütternd (?).
-
17 ἀντι-πορνο-βοσκός
ἀντι-πορνο-βοσκός, ὁ, Titel einer Komödie des Diorippus, Ath. III, 100 d.
-
18 ἀνθο-βοσκός
ἀνθο-βοσκός, Blumen nährend, Soph. frg. 29.
-
19 ἐῤῥηνο-βοσκός
ἐῤῥηνο-βοσκός, ὁ, = προβατοβοσκός, Soph. frg. 589, wird wohl richtiger ἀῤῥηνοβοσκός geschrieben; vgl. E. M. u. oben ἔῤῥαος.
-
20 ὑο-βοσκός
ὑο-βοσκός, ὁ, = Folgdm, Arist. H. A. 8, 21.
См. также в других словарях:
βοσκός — herdsman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκός — ο (AM βοσκός) αυτός που βόσκει, που τρέφει κοπάδι ζώων, ο ποιμένας (αρχ. μσν.) αρχηγός, ηγέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. λέξη που προήλθε πιθ. με απόσπαση από προγενέστερα σύνθετα σε βοσκός (< βόσκω), πρβλ. ανθο βοσκός, γηρο βοσκός, λωτο βοσκός, προ… … Dictionary of Greek
βοσκός — ο ποιμένας, τσοπάνης: Ο βοσκός ζει όλη μέρα απομονωμένος με το κοπάδι του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βοσκοί — βοσκός herdsman masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκοῦ — βοσκός herdsman masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκούς — βοσκός herdsman masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκῶ — βοσκός herdsman masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκῷ — βοσκός herdsman masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκόν — βοσκός herdsman masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοιροβοσκός — ο, ΝΜΑ βοσκός χοίρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + βοσκός (< βόσκω), πρβλ. καμηλο βοσκός, ὑο βοσκός] … Dictionary of Greek
βουκόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ηρακλή από τη Μάρνη, κόρη του Θεσπία. 2. Γιος του Κολωνού και αδελφός του Όχεμου, του Λέοντα και της Όχνης. 3. Γιος του Ιπποκόοντα, που σκοτώθηκε με τον πατέρα του και τον αδελφό του στη Λακεδαίμονα από τον … Dictionary of Greek