-
1 βορεία
βορείᾱ, βόρειοςfrom the quarter of the north wind: fem nom /voc /acc dualβορείᾱ, βόρειοςfrom the quarter of the north wind: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————βορείᾱͅ, βόρειοςfrom the quarter of the north wind: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 βορείᾳ
Βλ. λ. βορεία -
3 βόρεια
βόρειοςfrom the quarter of the north wind: neut nom /voc /acc plβόρειοςfrom the quarter of the north wind: neut nom /voc /acc pl -
4 Βόρεια θάλασσα
η Северное море -
5 Βόρεια Όσσετία
η Северная Осетия;Αυτόνομη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Βόρειας Όσσετίας Северо-Осетинская Автономная Советская Социалистическая Республика -
6 βορείας
βορείᾱς, βόρειοςfrom the quarter of the north wind: fem acc plβορείᾱς, βόρειοςfrom the quarter of the north wind: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 Северная Америка
-
8 Северная Корея
-
9 βορείαν
βορείᾱν, βόρειοςfrom the quarter of the north wind: fem acc sg (attic doric aeolic) -
10 Северная Осетия
-
11 Северное море
-
12 северный
επ.βορινός, βόρειος•северный ветер βόρειος άνεμος, ο βοριάς•
северный народ βόρειος λαός•
северный полюс βόρειος πόλος•
-ое направление βόρεια κατεύθυνση.• -ая Греция η βόρεια Βλλάδα.
εκφρ.- ая пальмира – παλ. η Πετρούπολη•северный полюс машита – ο θετικός πόλος του μαγνήτη. -
13 βόρειος
-
14 норд-норд-ост
1. (направление) βόρεια-βορειοανατολικά 2. (ветер) о Μεσοβορράς, η Γραιγοτραμουντάνα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > норд-норд-ост
-
15 Америка
Америка Αμερική η; Центральная Америка Κεντρική Αμερική η. Латинская Америка Λατινική Αμερική η; Южная Америка Νότια Αμερική η, Северная Америка Βόρεια Αμερική η* * *Αμερική η -
16 Корея
-
17 север
-а α.ο βοριάς•стрелка компаса указывает на север ο δείκτης της πυξίδας δείχνει στο βοριά•
к -у Москвы βόρεια της Μόσχας•
народы -а οι βόρειοι λαοί.
εκφρ.крайний север – ο άκρος Βοριάς, η Αρκτική. -
18 финка
-
19 βόρειος
A from the quarter of the north wind, northern, oppνότιος, θάλασσα Hdt. 4.37
, 6.31; β. ἀκτά exposed to the north, S.l.c.;τὸ β. τεῖχος Ar.Fr. 556
, And.3.5, Pl.R. 439e; τῆς Πλειάδος βορείου γενομένης having appeared in the north, Arist. H A542b11.2 of the north wind, β. χειμών a winter during which northerly winds prevail, Hp.Aph.3.11, Arist.Pr. 859b21; ἔαρ ib. 860a13; βόρεια, τά, northerly winds, ib. 944a1, etc. (rarely in sg., Ar.V. 265;ὅταν ᾖ βόρειον X.Cyn.8.1
); βορείοις in the time of northerly winds, Arist. H A574a1, al.; βορείων ὄντων ib.592a14: [comp] Comp.- ότερος Arat. 247
, Alex.Aphr.in Metaph.446.34: [comp] Sup.- ότατος Man.4.241
.II βόρειον, = ἐλλεβορίνη, Ps.-Dsc.4.108; βόρειος, = ἀείζωον τὸ μέγα, ib.88.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βόρειος
-
20 βόρειος
См. также в других словарях:
βορεία — βορείᾱ , βόρειος from the quarter of the north wind fem nom/voc/acc dual βορείᾱ , βόρειος from the quarter of the north wind fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορείᾳ — βορείᾱͅ , βόρειος from the quarter of the north wind fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βόρεια θάλασσα — (γαλλ. Mer du Nord, γερμ. Nordsee, αγγλ. North Sea). Θάλασσα (575.000 τ. χλμ.) στη βορειοανατολική προέκταση του Ατλαντικού ωκεανού, η οποία περιλαμβάνεται μεταξύ των νησιών Σέτλαντ στα Β, των ακτών της Γαλλίας, του Βελγίου, της Ολλανδίας και της … Dictionary of Greek
βόρεια — βόρειος from the quarter of the north wind neut nom/voc/acc pl βόρειος from the quarter of the north wind neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βόρεια Άσπρα — Μικρό νησί του νοτιοδυτικού Αιγαίου, κοντά στους Λειψούς. Υπάγεται διοικητικά στο νομό Δωδεκανήσου … Dictionary of Greek
βόρεια φυλή — Τον όρο β.φ. (nordic) χρησιμοποίησε πρώτος ο ανθρωπολόγος Ντένικερ για να χαρακτηρίσει τον ανθρώπινο τύπο που διακρίνεται για το στενό του κρανίο (δολιχοκέφαλο) και το ανοιχτό χρώμα του και είναι διαδεδομένος ιδιαίτερα στις χώρες της βόρειας… … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Ιρλανδία, Βόρεια — (Northern Ireland). Νησιωτική περιοχή (14.147 τ. χλμ., 1.685.267 κάτ. το 2001) του Ηνωμένου Βασιλείου με πρωτεύουσα το Μπέλφαστ. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα της νήσου της Ιρλανδίας και αποτελείται από τις 6 εκ των 9 κομητειών της… … Dictionary of Greek
Καρολίνα, Βόρεια — (Νorth Carolina). Ομόσπονδη πολιτεία (136.413 τ. χλμ., 8.186.268 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ με πρωτεύουσα τη Ράλι (Raleigh, 276.093 κάτ. το 2000). Συνορεύει στα Β με την πολιτεία Βιρτζίνια, στα Ν με τη Νότια Καρολίνα και τη Γεωργία (Τζόρτζια) και Α… … Dictionary of Greek
Ντακότα, Βόρεια — (North Dakota). Πολιτεία (178.695 τ. χλμ., 620.700 κάτ. το 2003) των βορειοκεντρικών ΗΠΑ, που συνορεύει στα Β με τον Καναδά, στα Δ με τη Μοντάνα, στα Ν με τη Νότια Ντακότα και στα Α με τη Μινεσότα· τα σύνορα είναι όλα συμβατικά, εκτός από το… … Dictionary of Greek
Ρηνανία Βόρεια-Βεστφαλία — (Nordrhein Westfalen). Ομόσπονδο κράτος (Land) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας· συνορεύει στα Δ με την Ολλανδία και το Βέλγιο και ορίζεται από τα ομόσπονδα κράτη της Κάτω Σαξονίας στα Β και στα ΒΑ, της Έσσης στα ΝΑ και της Ρηνανίας… … Dictionary of Greek