-
1 βορεύς
βορεύς, ὁ, -
2 ὠμοβορεύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠμοβορεύς
См. также в других словарях:
βορράς — και βοριάς, ο (AM βορρᾱς, Α και Βορέας, ου, Βορέης και Βορῆς, έω και Βορεύς έως) το ένα από τα τέσσερα κύρια σημεία του ορίζοντα, αυτό που βρίσκεται προς τον Βόρειο Πόλο 2. βόρειος άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ερμηνεύθηκε ως «άνεμος του… … Dictionary of Greek