-
1 μεριά
η1) место; 2) бок, сторона;η δεξιά (αριστερά) μεριά — правая (левая) сторона;
βορεινή μεριά — северная сторона;
η πέρα μεριά — противоположная сторона;
η κάτω μεριά τού χωρίου — нижняя часть деревни;
η άλλη μεριά — другая сторона;
γυρίζω από την άλλη μεριά — повернуть другим боком;
από αυτή (απ' την άλλη) μεριά — по эту (ту) сторону;
§ απ' τη μιά μεριά..., απ' την άλλη μεριά... — с одной стороны..., с другой сторона...;
σε καλή μεριά — на доброе дело (пожелание при даче денег)
См. также в других словарях:
βορεινή — βορεινός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού … Dictionary of Greek
мѣлъкъ — (2*) пр. Мелкий, неглубокий: а межи ими рѣка мѣлка. ЛЛ 1377, 103 об. (1144); зимѣ приступающи. на глубиньную теплѡтѹ ѿбѣгають [рыбы] студени полунощны˫а. мѣлко бѡ ѥсть. i мѡгуть възмутити бурнии вѣтри. i поденьныи пѣсокъ с волнами размѣснти… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Σέσκλο — I Νεολιθικός οικισμός, 15 χλμ. Δ του Βόλου, στον οποίο αναπτύχθηκε κατά την 5η χιλιετία ο πρώτος νεολιθικός πολιτισμός που έγινε γνωστός στην Ελλάδα και ένας από τους πρώτους στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Το όνομά του οφείλεται στο σύγχρονο μικρό… … Dictionary of Greek
πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… … Dictionary of Greek
σέσκλο — I Νεολιθικός οικισμός, 15 χλμ. Δ του Βόλου, στον οποίο αναπτύχθηκε κατά την 5η χιλιετία ο πρώτος νεολιθικός πολιτισμός που έγινε γνωστός στην Ελλάδα και ένας από τους πρώτους στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Το όνομά του οφείλεται στο σύγχρονο μικρό… … Dictionary of Greek
Αμαξική — Χαμηλή πεδινή έκταση στη Λευκάδα, στο βόρειο μέρος της οποίας είναι σήμερα χτισμένη η ομώνυμη πόλη και πρωτεύουσα του νησιού, που για τον λόγο αυτό ονομαζόταν παλαιότερα Α. ή Αμαξίκι. Ανάμεσα στη βορεινή προς το νησί θάλασσα και την Α. υπάρχει… … Dictionary of Greek
Βενετία — I (Venezia). Πόλη (275.368 κάτ. το 2000) της βορειοανατολικής Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.460 τ. χλμ., 815.009 κάτ.) και της διοικητικής περιοχής Βένετο (βλ. λ.), στο βορειοανατολικό γεωγραφικό διαμέρισμα. H πιο χαρακτηριστική… … Dictionary of Greek
Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… … Dictionary of Greek
Χάμσουν, Κνουτ — (Hamsun, ψευδώνυμο του Knut Pedersen, Λομ 1859 – Γκρίμσταντ 1952). Νορβηγός συγγραφέας. Από αγροτική οικογένεια, το 1882 μετανάστευσε στις ΗΠΑ. Από τη διαμονή του στη χώρα αυτή προήλθε το έργο του Η πνευματική ζωή της νέας Αμερικής (1889), πικρή… … Dictionary of Greek