Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

βορεινή

См. также в других словарях:

  • βορεινή — βορεινός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού …   Dictionary of Greek

  • мѣлъкъ — (2*) пр. Мелкий, неглубокий: а межи ими рѣка мѣлка. ЛЛ 1377, 103 об. (1144); зимѣ приступающи. на глубиньную теплѡтѹ ѿбѣгають [рыбы] студени полунощны˫а. мѣлко бѡ ѥсть. i мѡгуть възмутити бурнии вѣтри. i поденьныи пѣсокъ с волнами размѣснти… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Σέσκλο — I Νεολιθικός οικισμός, 15 χλμ. Δ του Βόλου, στον οποίο αναπτύχθηκε κατά την 5η χιλιετία ο πρώτος νεολιθικός πολιτισμός που έγινε γνωστός στην Ελλάδα και ένας από τους πρώτους στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Το όνομά του οφείλεται στο σύγχρονο μικρό… …   Dictionary of Greek

  • πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… …   Dictionary of Greek

  • σέσκλο — I Νεολιθικός οικισμός, 15 χλμ. Δ του Βόλου, στον οποίο αναπτύχθηκε κατά την 5η χιλιετία ο πρώτος νεολιθικός πολιτισμός που έγινε γνωστός στην Ελλάδα και ένας από τους πρώτους στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Το όνομά του οφείλεται στο σύγχρονο μικρό… …   Dictionary of Greek

  • Αμαξική — Χαμηλή πεδινή έκταση στη Λευκάδα, στο βόρειο μέρος της οποίας είναι σήμερα χτισμένη η ομώνυμη πόλη και πρωτεύουσα του νησιού, που για τον λόγο αυτό ονομαζόταν παλαιότερα Α. ή Αμαξίκι. Ανάμεσα στη βορεινή προς το νησί θάλασσα και την Α. υπάρχει… …   Dictionary of Greek

  • Βενετία — I (Venezia). Πόλη (275.368 κάτ. το 2000) της βορειοανατολικής Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.460 τ. χλμ., 815.009 κάτ.) και της διοικητικής περιοχής Βένετο (βλ. λ.), στο βορειοανατολικό γεωγραφικό διαμέρισμα. H πιο χαρακτηριστική… …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Χάμσουν, Κνουτ — (Hamsun, ψευδώνυμο του Knut Pedersen, Λομ 1859 – Γκρίμσταντ 1952). Νορβηγός συγγραφέας. Από αγροτική οικογένεια, το 1882 μετανάστευσε στις ΗΠΑ. Από τη διαμονή του στη χώρα αυτή προήλθε το έργο του Η πνευματική ζωή της νέας Αμερικής (1889), πικρή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»