-
1 βορβορώδης
βορβορ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βορβορώδης
См. также в других словарях:
ιξώδης — ες (Α ἰξώδης, ῶδες) [ιξός] αυτός που μοιάζει με ιξό, ο κολλώδης νεοελλ. φυσ. το ουδ. ως ουσ. το ιξώδες η εσωτερική τριβή, η οποία αποτελεί βασικότατη ιδιότητα τών υγρών αρχ. μτφ. φιλάργυρος, φειδωλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + κατάλ. ώδης (πρβλ.… … Dictionary of Greek