-
1 βορβορό-θῡμος
βορβορό-θῡμος, mistzornig, ἀπειλή Ar. Pax 757.
-
2 βορβορόθυμος
βορβορό-θῡμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βορβορόθυμος
-
3 βορβορόθῡμος
-
4 βορβοροθυμος
См. также в других словарях:
λεοντόθυμος — η, ο (Μ λεοντόθυμος, ον) αυτός που έχει το θάρρος τού λιονταριού, λεοντόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + θυμός (πρβλ. ανθρωπό θυμος, βορβορό θυμος)] … Dictionary of Greek