Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

βοο-σσόος

См. также в других словарях:

  • ιπποσόας — ἱπποσόας και ίπποσσόος, ό, θηλ. ἱπποσόα (Α) 1. αυτός που κεντρίζει, που διεγείρει τους ίππους για να τρέξουν («ἱπποσόας Ἰόλαος», Πίνδ.) 2. το θηλ. ίπποσόα επίθ. τής θεάς Αρτέμιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + σόας (< σεύω «κυνηγώ»). Τα υπόλοιπα… …   Dictionary of Greek

  • κεμαδοσσόος — κεμαδοσσόος, ον (Α) αυτός που κυνηγάει ελάφια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεμάς, άδος + σσόος (< σεύω «κυνηγώ»), πρβλ. βοο σσόος, ιππο σσόος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»