-
1 βοοσσόος
A driving oxen wild, of the gadfly, Nonn.D.11.191: [var] contr.,βουσσόον ὅν τε μύωπα.. καλέουσιν Call. Fr.46
, cf. Cerc.8.2.2 = βοηλάτης 1, epith. of Hermes, ib.4.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοοσσόος
См. также в других словарях:
ιπποσόας — ἱπποσόας και ίπποσσόος, ό, θηλ. ἱπποσόα (Α) 1. αυτός που κεντρίζει, που διεγείρει τους ίππους για να τρέξουν («ἱπποσόας Ἰόλαος», Πίνδ.) 2. το θηλ. ίπποσόα επίθ. τής θεάς Αρτέμιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + σόας (< σεύω «κυνηγώ»). Τα υπόλοιπα… … Dictionary of Greek
κεμαδοσσόος — κεμαδοσσόος, ον (Α) αυτός που κυνηγάει ελάφια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεμάς, άδος + σσόος (< σεύω «κυνηγώ»), πρβλ. βοο σσόος, ιππο σσόος] … Dictionary of Greek