-
1 βομβυκιον
-
2 βομβυκοειδης
2
См. также в других словарях:
βομβύκιον — βομβύκιον, το (Α) 1. είδος μελισσών που κατασκευάζουν φωλιές από πηλό 2. το κουκούλι, το περίβλημα της προνύμφης διαφόρων εντόμων και κυρίως του μεταξοσκώληκα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βομβύκιον με τη σημ. 1 < βόμβυξ (ΙΙ), ενώ με τη σημ. 2 < βόμβυξ… … Dictionary of Greek
βομβύκιον — mason bee neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βομβύκια — βομβύκιον mason bee neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μπουμπούκι — το (Μ μπουμπούκι) άνθος που βρίσκεται ακόμη κλειστό ή μισοανοιχτό μέσα στον κάλυκα νεοελλ. 1. οφθαλμός φυτού, κν. μάτι 2. (με την αντων. μου) μπουμπούκι μου λέγεται ως θωπευτική προσφώνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < βομβύκιον, υποκορ. τού βόμβυξ… … Dictionary of Greek