-
1 βομβαρδιστικές
η, ό[ν] 1. бомбардировочный;(βαρύ) βομβαρδιστικέςό
αεροπλάνο (тяжёлый) бомбардировщик;βομβαρδιστικέςή αεροπορία — бомбардировочная авиация;
2. (τό) бомбардировщик;τό βομβαρδιστικέςό καθέτου εφορμήσεως — пикирующий бомбардировщик
См. также в других словарях:
αεροπορία — Κλάδος της αεροναυτικής, που αναφέρεται τόσο στην κατασκευή, όσο και τον χειρισμό κατά την πτήση αεροσκαφών βαρύτερων του αέρα, σε αντίθεση με την αεροπλοΐα που ασχολείται με σκάφη ελαφρύτερα του αέρα. Η α. περιλαμβάνει την πολεμική α., τη… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek